Τα κύτταρα μεταχειρίζονται διαφορετικά αναλόγως με το αν η σύνδεσή τους (VC) υπόκειται σε έλεγχο ροής προς τα πίσω. Η κλάση υψηλής προτεραιότητας προορίζεται για αστυνομευόμενη κίνηση πραγματικού χρόνου, όπως είναι η φωνή, όπου η απόρριψη πακέτων είναι προτιμότερη από την καθυστέρησή τους. Η κλάση αυτή επομένως δεν υπόκειται σε έλεγχο ροής προς τα πίσω. Η κλάση μεσαίας προτεραιότητας προορίζεται για αστυνομευόμενη κίνηση που υπόκειται σε έλεγχο ροής προς τα πίσω (όπως δεδομένα με εγγυήσεις εξυπηρέτησης), και τέλος η κλάση χαμηλής προτεραιότητας για μη-αστυνομευόμενη κίνηση που υπόκειται σε έλεγχο ροής προς τα πίσω (όπως δεδομένα για παράδειγμα). Αρα, μόνο οι συνδέσεις μεσαίας και χαμηλής προτεραιότητας υπόκεινται σε έλεγχο ροής βάσει πιστώσεων, όταν τέτοιος έλεγχος είναι ενεργοποιημένος. Τα κύτταρα που δεν υπόκεινται σε έλεγχο ροής προς τα πίσω αλλά και αυτά που υπόκεινται αλλά έχουν αποκτήσει την πίστωση που χρειάζονται για την αναχώρησή τους ονομάζονται ``έτοιμα'' κύτταρα, διότι είναι έτοιμα για αναχώρηση μόλις ο σύνδεσμος εξόδου τους γίνει διαθέσιμος. Τα ``έτοιμα'' τοποθετούνται στις ουρές έτοιμων κυττάρων. Υπάρχει μόνο μία ουρά έτοιμων κυττάρων ανά σύνδεσμο εξόδου και ανά επίπεδο προτεραιότητας για τα unicast κύτταρα, όπως φαίνεται στο σχήμα 2.1. Αυτή η οργάνωση ουρών στις εξόδους εξαφανίζει το πρόβλημα μπλοκαρίσματος στην αρχή της γραμμής.
Figure 2.1: Η αρχιτεκτονική των λογικών ουρών
Υπάρχει επίσης μία ουρά έτοιμων κυττάρων ανά επίπεδο προτεραιότητας για τα κύτταρα που είναι multicast (δεν απεικονίζεται στο σχήμα 2.1), κοινόχρηστη από όλους τους συνδέσμους. Κάθε κύτταρο μπορεί να βρίσκεται το πολύ σε μία ουρά. Ο περιορισμός αυτός που τέθηκε για να ελεγκτεί η πολυπλοκότητα του hardware, είναι ο λόγος για τον οποίο οι ουρές multicast είναι κοινόχρηστες από όλους τους συνδέσμους. Αν το κύτταρο στην κορυφή της ουράς multicast προορίζεται για ένα σύνολο εξόδων A, τα κύτταρα που είναι multicast και βρίσκονται πίσω του είναι μπλοκαρισμένα, ακόμα και αν προορίζονται για ένα άλλο σύνολο εξόδων Β. Εκτιμούμε ότι αυτό το μπλοκάρισμα θα έχει πολύ μικρή επίδραση στην απόδοση, διότι : (α) τα κύτταρα που είναι unicast και προορίζονται για τις εξόδους Β δεν είναι μπλοκαρισμένα, (β) τα κύτταρα που είναι multicast αναμένεται να αποτελούν μειοψηφία στην συνολική κίνηση του μεταγωγέα, (γ) μεταξύ των κλάσεων εξυπηρέτησης, ο χρονοπρογραμματιστής εξυπηρετεί την ουρά multicast με υψηλότερη προτεραιότητα από τις ουρές unicast και τέλος (δ) τα κύτταρα στην ουρά multicast έχουν ήδη αποκτήσει όλες τις πιστώσεις που χρειάζονται, οπότε αναχωρούν για όλους τους προορισμούς τους μέσα σε χρονικό διάστημα διάρκειας ενός κυττάρου.
Τα κύτταρα που υπόκεινται σε έλεγχο ροής προς τα πίσω και δεν έχουν βρει μία κατάλληλη πίστωση περιμένουν στη ``λίστα κυττάρων χωρίς πίστωση'' (CreditLess Cell List (CLL) ) μέχρις ότου φτάσει μία τέτοια πίστωση. Η CLL είναι λογικά οργανωμένη ως ένα σετ από ουρές, μία ανά ομάδα ροών, έτσι ώστε όταν φτάσει μία πίστωση να είναι δυνατόν να αποκτηθεί από ένα κύτταρο της ιδίας ομάδας ροής χωρίς να μπλοκάρεται από άλλες ομάδες ροών. Στην πραγματικότητα μόνο ένα κύτταρο είναι δυνατόν να υπάρξει μέσα στον ATLAS I. Αυτό επιτυγχάνεται αρχικοποιώντας τους μετρητές πιστώσεων για κάθε ομάδα ροής στο 1. Με αυτόν τον τρόπο δεν είναι ανάγκη να θυμάται κανείς την σειρά των κυττάρων μέσα σε μία ομάδα ροής, οπότε δεν είναι απαραίτητες πραγματικές ουρές μέσα στην CLL. Ο περιορισμός ενός το πολύ κυττάρου ανά ομάδα ροής μέσα στον ATLAS I δεν επηρεάζει το μέγιστο ρυθμό εξυπηρέτησης που μπορεί να επιτευχθεί σε περιβάλοντα SAN (System Area Networks), διότι ο ATLAS I είναι αρκετά γρήγορος ώστε ο χρόνος για την ολοκλήρωση μεταφοράς ενός κυττάρου και μιας πίστωσης πάνω από βραχείς συνδέσμους (round-trip-time) να είναι μικρότερος από το χρόνο διάρκειας ενός κυττάρου. Επιπλέον, αυτός ο περιορισμός έχει ευεργετικό αποτέλεσμα όσο αφορά την ανεκτικότητα σε εκρηκτική κίνηση και θερμά σημεία [KaSS96] : μία ομάδα ροής που δεν συμπεριφέρεται σωστά δεν της επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει περισσότερες από μία θέση της μνήμης του ενταμιευτή. Δεδομένου ότι μπορεί να υπάρχουν το πολύ 256 κύτταρα μέσα στον ATLAS I σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή, μπορούν να υπάρξουν το πολύ 256 ``ουρές'' μέσα στην CLL. Κατά συνέπεια η CLL έχει υλοποιηθεί ως μία μνήμη προσπελάσιμη βάσει του περιεχομένου της (CAM), όπως θα συζητηθεί παρακάτω.