Περίληψη |
Ο πιθανός ρόλος των ερπητοϊών ως συμπαράγοντα στη λοίμωξη από τον HIV έχει υποστηριχθεί από πολλούς ερευνητές στο παρελθόν. Δεδομένου ότι οι ερπητοϊοί συνυπάρχουν συχνά στους ασθενείς με HIV λοίμωξη, άλλοτε σε λανθάνουσα και άλλοτε σε ενεργό κατάσταση, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για αλληλεπίδραση μεταξύ τους σε μοριακό και κυτταρικό επίπεδο, με τελικό αποτέλεσμα την ενεργοποίηση της γονιδιακής έκφρασης του ιϊκού DNA. H συνδυασμένη αντιρετροϊκή θεραπεία (HAART) οδηγεί σε καταστολή του διπλασιασμού του HIV και ανασυγκρότηση του ανοσοποιητικού συστήματος. H ανασυγκρότηση αυτή εκφράζεται με αύξηση του αριθμού των CD4+ Τ κυττάρων και σχετίζεται με καλύτερο έλεγχο των ευκαιριακών λοιμώξεων, καθώς και των λοιμώξεων από ερπητοϊούς. Ωστόσο σε αρκετούς ασθενείς η αποκατάσταση του αριθμού των CD4+ Τ κυττάρων καθυστερεί να επιτευχθεί ή δεν γίνεται τελικά. Μετά την είσοδο της HAART στη θεραπεία του AIDS, ένας μικρός μόνο αριθμός μελετών έχει διερευνήσει την πιθανή συσχέτιση της παρουσίας των ερπητοϊών με τον διπλασιασμό του HIV, την απάντηση στη HAART και την πρόοδο της HIV λοίμωξης. Σκοπός της μελέτης μας ήταν να υπολογίσουμε την ποιοτική DNA/αιμία των ερπητοϊών HSV-1, -2, CMV, EBV and HHV-8 στα Περιφερικά Λευκοκύτταρα του αίματος (ΠΛΑ), μεμονωμένη και πολλαπλή, HIV-1 οροθετικών και οροαρνητικών ενηλίκων στον ελληνικό πληθυσμό και να τη συσχετίσουμε με επιδημιολογικούς και κλινικούς παράγοντες όπως την ηλικία, το φύλο, τον αριθμό των CD4+ T-κυττάρων και το ιϊκό φορτίο του HIV-1, καθώς και το ιστορικό προηγούμενης έκθεσης σε HAART. Επίσης θελήσαμε να μελετήσουμε τη σχέση μεταξύ ερπητικής DNAαιμίας μεμονωμένης και πολλαπλής, και απάντησης στη HAART, σε ασθενείς που ξεκινούν πρώτη φορά HAART ή έχουν ήδη λάβει HAART και αλλάζουν σχήμα, όπως αυτή εκφράζεται με τη μείωση του HIV ιϊκού φορτίου (VL) και την αύξηση των CD4+ κυττάρων. Ο πληθυσμός της μελέτης μας αποτελείτο από 163 HIV-1 οροθετικούς ασθενείς και 200 φυσιολογικούς αιμοδότες. Για την ανίχνευση του DNA των ερπητοϊών χρησιμοποιήσαμε πρωτόκολλα ποιοτικής PCR. Η ανίχνευση όλων των ερπητοϊών έγινε μία φορά για κάθε ασθενή, τη στιγμή της ένταξης στη μελέτη. Οι ασθενείς παρακολουθήθηκαν με μετρήσεις του αριθμού των CD4+ T-κυττάρων και του HIV-1 ϊικού φορτίου κάθε τρείς μήνες, για μία περίοδο 21 μηνών. Για τη συσχέτιση της ερπητικής DNAαιμίας, μεμονωμένης και πολλαπλής, με τη μεταβολή του HIV-1 ιϊκού φορτίου μετά την έναρξη της HAART, εφαρμόσαμε ανάλυση Kaplan-Meier με καταληκτικό σημείο την πτώση του ιϊκού φορτίου του HIV-1 σε επίπεδα μη ανιχνεύσιμα (<50 cps/ml). Η συσχέτιση της ερπητικής DNAαιμίας με την ανασυγκρότηση του ανοσοποιητικού συστήματος μετά την έναρξη της HAART, μελετήθηκε μόνο στους ασθενείς με σοβαρή ανοσοανεπάρκεια, επίπεδο CD4+ Τ κυττάρων < 200cells/μL. Εφαρμόστηκε επίσης ανάλυση Kaplan-Meier στις αντίστοιχες υπο-ομάδες και καταληκτικό γεγονός ορίστηκε η υπερπήδηση του ορίου των 200 κυτ/μL. Τέλος, προσπαθήσαμε να συσχετίσουμε την πρόοδο της HIV νόσου, όπως αυτή εκφράζεται με τη μεταβολή του αριθμού των CD4+ κυττάρων στο βάθος του χρόνου, με τη συμπαρουσία της ερπητικής DNAαιμίας. Εκατόν δέκα έξι (71%) από τους 163 HIV-1 οροθετικούς ενήλικες ανευρεύθηκαν θετικοί για την αλληλουχία DNA του CMV στα ΠΛΑ, 76 (47%) για την παρουσία DNA του HSV-1, 62 (38%) για τον EBV και 46 (28%) για την αλληλουχία DNA του HHV-8. Αντίθετα οι 48 (24%) από τους 200 φυσιολογικούς μάρτυρες είχαν DNA του CMV στα ΠΛΑ, 0 (0%) DNA του HSV-1, 54 (27%) DNA του EBV, και 33 (17%) του HHV-8. Τα παραπάνω ποσοστά διαφέρουν μεταξύ τους στατιστικώς σημαντικά (σε όλες τις περιπτώσεις P<0.02). Τα αποτελέσματα μας είναι σε συμφωνία ή λίγο υψηλότερα από εκείνα άλλων μελετών. Αλληλουχία DNA του HSV-2 δεν ανιχνεύθηκε στα ΠΛΑ σε κανένα από τους δύο πληθυσμούς. Πολλαπλή Ερπητική DNA/αιμία ανιχνεύθηκε στο 63% των HIV-1 οροθετικών και μόλις στο 9% των HIV οροαρνητικών (P<10-7). Βρήκαμε στους ασθενείς, που ξεκινούν πρώτη φορά θεραπεία με HAART, ότι η παρουσία ταυτόχρονης DNA/αιμίας στα ΠΛΑ με τους ερπητοϊούς CMV και EBV σχετίζεται σημαντικά με βραδύτερη απάντηση στη HAART (P=0.033). Πιο συγκεκριμένα, είδαμε ότι οι ασθενείς αυτοί, σε μικρότερο ποσοστό και με σημαντικά βραδύτερο ρυθμό, μειώνουν το ιϊκό φορτίο του HIV σε μη ανιχνεύσιμα επίπεδα σε σχέση με τους αρνητικούς για την παραπάνω ερπητική DNAαιμία. Η συχνότητα υποτροπής και ο χρόνος, που το ιϊκό φορτίο παραμένει μη ανιχνεύσιμο είναι ανεξάρτητη της παρουσίας CMV/EBV DNA/αιμίας. Όσον αφορά την ανασυγκρότηση του ανοσοποιητικού συστήματος, με την έννοια της υπερπήδησης του κριτικού ορίου των 200 CD4+ κυττάρων, βρήκαμε στους ασθενείς που ξεκινούν πρώτη φορά HAART, ότι η CMV DNA/αιμία σχετίζεται με βραδύτερη ταχύτητα αποκατάστασης της ανοσίας (P=0.035). Καταλήγοντας προτείνουμε ότι η πολλαπλή ερπητική DNAαιμία είναι πολύ συχνή στους HIV οροθετικούς ασθενείς. Προτείνουμε ότι η ταυτόχρονη παρουσία DNA των ιών CMV και EBV στα ΠΛΑ ασθενών που ξεκινούν πρώτη φορά HAART αποτελεί φτωχό προγνωστικό δείκτη για καλή απάντηση στη θεραπεία. Ακόμα περισσότερο, η παρουσία CMV DNA/αιμίας φαίνεται να σχετίζεται με βραδύτερη ανασυγκρότηση της ανοσίας στους παραπάνω ασθενείς και η παρουσία πολλαπλής ερπητικής DNAαιμίας σχετίζεται με οριακά βραδύτερη ανασυγκρότηση της ανοσίας.
|