Your browser does not support JavaScript!

Αρχική    Εκτίμηση Λειτουργικής Ανικανότητας στους 50+ στην Ευρώπη. : Ανίχνευση αιτιολογικών παραγόντων και η σημασία των κοινωνικών μεταβλητών ως παραγόντων κινδύνου.  

Αποτελέσματα - Λεπτομέρειες

Προσθήκη στο καλάθι
[Προσθήκη στο καλάθι]
Κωδικός Πόρου 000421795
Τίτλος Εκτίμηση Λειτουργικής Ανικανότητας στους 50+ στην Ευρώπη. : Ανίχνευση αιτιολογικών παραγόντων και η σημασία των κοινωνικών μεταβλητών ως παραγόντων κινδύνου.
Άλλος τίτλος Evaluation of functional limitation in persons aged 50+ in Europe.
Συγγραφέας Μιχελή, Αικατερίνη Α.
Σύμβουλος διατριβής Φιλαλήθης, Αναστάσιος
Μέλος κριτικής επιτροπής Χλουβεράκης, Γρηγόριος
Ράτσικα, Νικολέτα
Μπάστα, Μαρία
Τσιλιγιάννη, Ιωάννα
Κούτρα, Αικατερίνη
Κριτσωτάκης, Γεώργιος
Περίληψη Εισαγωγή: Με την έλευση του γήρατος, επέρχεται και η εμφάνιση προβλημάτων σωματικής υγείας με συχνό συνεπακόλουθο την μείωση της λειτουργικότητας, μολονότι η «κατανομή» αυτών των φαινομένων δεν είναι ομοιόμορφη για όλους τους ηλικιωμένους (Seeman & Xinquang, 2002; Mendes de Leon et al., 2001). Έχει διαπιστωθεί πως για την πλήρη εκτίμηση της υγείας του ηλικιωμένου πέρα από τα σωματικά συμπτώματα, τις αιτίες και τις συνέπειές τους, είναι απαραίτητη και η εκτίμηση της λειτουργικής του κατάστασης (Schultz et al., 1992). Με τον όρο λειτουργική ικανότητα, προσδιορίζεται η ικανότητα του ατόμου να προετοιμαστεί και να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις των δραστηριοτήτων της καθημερινότητας, (Verbrugge & Jette, 1994), στοιχείο απαραίτητο για την ανεξάρτητη διαβίωση. Η λειτουργικότητα θεωρείται πρωταρχικό συστατικό της ποιότητας ζωής του ατόμου καθώς αποτελεί έναν ισχυρό δείκτη προσδιορισμού του γήρατος (Shcultz et al., 1992; Pope et al., 2001), έναν έμμεσο τρόπο αξιολόγησης της συνολικής επίδρασης σωματικών και περιβαλλοντικών παραγόντων στο άτομο (Pope et al., 2001), παράγοντα κίνδυνου για εμφάνιση αυξημένης ιδρυματοποίησης, θνησιμότητας, καθώς και αυξημένης χρήσης υπηρεσιών υγείας (Seeman et al., 1996). Σε πολλές μελέτες έχει φανεί πως η μείωση της λειτουργικότητας οφείλεται σε βιολογικούς, ψυχολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες (Stuck, 1999). Παράλληλα υπάρχουν αναφορές που εστιάζονται σε κοινωνικές και ψυχικές παραμέτρους, όπως το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, και οι κοινωνικοί και οικογενειακοί δεσμοί, με την έννοια της κοινωνικής δικτύωσης και υποστήριξης και της οικογενειακής υποστήριξης (Unger et al., 1999; Stuck et al., 1999; Pope, 2001; Rosso et al., 2013; Mendes de Leon et al., 2001). Τα κοινωνικά και οικογενειακά δίκτυα φαίνεται να παρουσιάζουν άμεση συσχέτιση με τη λειτουργικότητα των ατόμων, δρώντας κατεξοχήν ως προστατευτικοί παράγοντες. (Unger et al., 1999; Seeman et al.,1996). Συνεπώς η λειτουργική ανικανότητα, δεν είναι απλώς μια συσσώρευση χρόνιων παθολογικών νοσημάτων, αλλά ενσωματώνει μια προσαρμοστική διαδικασία, κατά την οποία υπόκειται σε ένα πλήθος ψυχοκοινωνικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Έτσι, η διαδικασία εγκατάστασης της είναι περίπλοκη και πολυδιάστατη. Αν και ερευνητικά υπάρχει ενδιαφέρον αναφορικά με τα οφέλη των κοινωνικών δεσμών στη λειτουργικότητα, τα αποτελέσματα των ερευνών είναι αντικρουόμενα (Avlund et al., 2004). Συνεπώς, παραμένει ασαφές, πως αυτοί οι παράγοντες επηρεάζουν τη διαδικασία εγκατάστασης της λειτουργικής ανικανότητας. Σκοπός: Ο σκοπός της έρευνας είναι η εκτίμηση της λειτουργικής ανικανότητας στις ηλικίες άνω των 50, στο ευρωπαϊκό δείγμα της μελέτης «Η Έρευνα για την Υγεία, τη γήρανση και τη Συνταξιοδότηση στην Ευρώπη» (μελέτη SHARE). Το ερευνητικό ερώτημα που προκύπτει είναι αν η λειτουργική ανικανότητα χαρακτηρίζεται πάντα από συσσώρευση πολλών σωματικών ή ψυχικών προβλημάτων υγείας, ή η εμφάνισή της είναι το αποτέλεσμα της παρουσίας ανεξάρτητων ψυχοκοινωνικών παραμέτρων. Υλικό και μέθοδος: Πρόκειται για μια συγχρονική μελέτη. Χρησιμοποιούνται δεδομένα από 13,974 άτομα ηλικίας 50+ ετών (54,8% γυναίκες και 45,2% άντρες), από τις 13 χώρες του δεύτερου κύματος (W2) της μελέτης SHARE (2006-2007). Η λειτουργικότητα υπολογίστηκε μέσα από σταθμισμένες κλίμακες Δραστηριοτήτων Καθημερινότητας (ADL), Εκτελεστικών Δραστηριοτήτων Καθημερινότητας (Iadl) και Κινητικότητας (mobility index). Οι οικογενειακοί δεσμοί προσδιορίστηκαν μέσα από τη δημιουργία ενός σταθμισμένου δείκτη, οικογενειακών δεσμών υπό δομικούς όρους. Για τον υπολογισμό της συσχέτισης μεταξύ οικογενειακών δεσμών και λειτουργικής ανικανότητας χρησιμοποιήθηκαν μοντέλα πολλαπλής παλινδρόμησης, αφού συμπεριλήφθηκαν οι συγχυτικοί παράγοντες. Αποτελέσματα: Ο μέσος όρος του δείκτη των οικογενειακών δεσμών είναι 5,98 (5,90-6,06). Τα άτομα τα οποία έχουν χαμηλή λειτουργική ικανότητα είναι στην πλειοψηφία άτομα που ζουν μόνα τους, (54,9%), και έχουν περισσότερα από τρία παιδιά (44,7%). Αναφορικά με τις μεταβλητές της οικογενειακής εγγύτητας και οικογενειακής αλληλεπίδρασης τα άτομα που έχουν χαμηλή λειτουργική ικανότητα ζουν πολύ κοντά ή στο ίδιο σπίτι με την υπόλοιπη οικογένεια και έχουν καθημερινή επαφή (35,5% και 49,6% αντίστοιχα). Αναφορικά με τον κίνδυνο χαμηλής λειτουργικής ικανότητας, φαίνεται πως εμφανίζεται συχνότερα σε γυναίκες (OR 1,76 CI 1,43-2,17), ή άτομα με αυξημένη ηλικία (OR 1,72 CI 1,54-1,93), και κακή αυτοαναφερόμενη κατάσταση υγείας (OR 2,85 CI 2.45-3.32), χρόνιες ασθένειες (OR 1,46 CI 1,30-1,65), συμπτώματα υγείας (OR 3,29 CI 2,92-3,71) και συμπτωματολογία κατάθλιψης (OR 1,93 CI 1,70-2,22). Αναφορικά με τους οικογενειακούς δεσμούς η χαμηλή λειτουργική ικανότητα δεν φαίνεται να επηρεάζεται από τις χαμηλές οικογενειακές σχέσεις. Η χαμηλή οικογενειακή αλληλεπίδραση εμφανίζει το μεγαλύτερο κίνδυνο λειτουργικής ανικανότητας (OR 1,58 CI 1,13-2,22). Η εγγύτητα στο τόπο κατοικίας και η οικογενειακή κατάσταση φαίνεται να είναι προστατευτικός παράγοντας για τη λειτουργική ανικανότητα. Δε φαίνεται επίσης να υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στη λειτουργική ανικανότητα και στο χαμηλό αριθμό παιδιών. Αναφορικά με τα αποτελέσματα των μέσων τιμών της λειτουργικότητας και των οικογενειακών σχέσεων στις χώρες της Ευρώπης, φάνηκε ότι οι χώρες με μεγαλύτερα ποσοστά λειτουργικής ανικανότητας ήταν οι χώρες της Νότιας Ευρώπης η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία, και μερικές χώρες της Κεντρικής Ευρώπης όπως η Πολωνία. Οι υπόλοιπες χώρες της Κεντρικής Ευρώπης όπως και οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης είχαν χαμηλότερα ποσοστά λειτουργικής ανικανότητας. Αναφορικά με τον δείκτη οικογενειακών δεσμών φάνηκε να είναι υψηλότερος στις χώρες της Νότιας Ευρώπης (Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα), και αρκετά υψηλότερος στην Πολωνία και την Ολλανδία, ενώ στις υπόλοιπες χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης δεν είναι τόσο υψηλός. Συμπεράσματα: Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της παρούσας διατριβής η λειτουργική ανικανότητα φαίνεται να μην επηρεάζεται από την παρουσία χαμηλών οικογενειακών δεσμών, αντίθετα να επηρεάζεται από βιολογικούς και δημογραφικούς παράγοντες όπως το φύλο η ηλικία, τα χρόνια νοσήματα και την καταθλιπτική συμπτωματολογία, με κυριότερο βαθμό κινδύνου την αυτοαναφερόμενη κατάσταση υγείας και τα χρόνια συμπτώματα υγείας. Όμως σε μια επιπρόσθετη ανάλυση των παραμέτρων των οικογενειακών σχέσεων στη μελέτη μας, κατόπιν ελέγχου συγχυτικών παραγόντων, φάνηκε πως ο παράγοντας της χαμηλής οικογενειακής αλληλεπίδρασης επηρεάζει σημαντικά τη λειτουργική ανικανότητα. Γίνεται αντιληπτό ότι συγκεκριμένοι οικογενειακοί δεσμοί, υπό όρους οικογενειακής αλληλεπίδρασης, ενδέχεται να επηρεάζουν τη λειτουργικότητα και την υγεία των ηλικιωμένων. Συνεπώς, τα ευρήματα αυτά παρέχουν σημαντική βοήθεια για τους επαγγελματίες υγείας αναφορικά με την αναγνώριση των παραγόντων εκείνων που δυνητικά δυσχεραίνουν τη λειτουργική ικανότητα του ηλικιωμένου ειδικότερα σε στρατηγικές πρόληψης.
Φυσική περιγραφή 96 σ. : είκ. διάγρ. πίν. ; 25 εκ.
Γλώσσα Ελληνικά
Θέμα Aging
Family support
Family ties
Γήρας
Κοινωνικές μεταβλητές
Οικογενειακοί δεσμοί
Ημερομηνία έκδοσης 2019-03-29
Συλλογή   Σχολή/Τμήμα--Ιατρική Σχολή--Τμήμα Ιατρικής--Διδακτορικές διατριβές
  Τύπος Εργασίας--Διδακτορικές διατριβές
Εμφανίσεις 360

Ψηφιακά τεκμήρια
No preview available

Κατέβασμα Εγγράφου
Προβολή Εγγράφου
Εμφανίσεις : 40