Περίληψη |
Η παρούσα διπλωματική εργασία μελετάει δύο επιρρήματα της κρητικής διαλέκτου, συγκεκριμένα τα δεικτικά επιρρήματα επά και εκειά. Σημαντικός αριθμός επιρρημάτων της κοινής νεοελληνικής γλώσσας δεν είναι σε χρήση στην κρητική διάλεκτο, με αποτέλεσμα οι έννοιες τους να δηλώνονται με ιδιωματικές λέξεις (π.χ. τώρα - εδά). Επιπλέον, στην κρητική διάλεκτο, παρατηρείται η ύπαρξη μεγάλης ποικιλίας ιδιωματικών μορφολογικών τύπων, επιρρημάτων της ίδιας ή παρόμοιας σημασίας, σε σχέση με την κοινή (π.χ. τότεσα(ς), ετότεσα(ς), (ε)τοτεσαέ, (ε)τότεδά, (ε)τότεσιδά). Αυτό το γεγονός συμβάλλει στην αύξηση του πλήθους των ιδιωματικών επιρρημάτων, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί αντικείμενο προς έρευνα. Βασικός στόχος, λοιπόν, της συγκεκριμένης εργασίας είναι η περιγραφή της συντακτικής και της σημασιολογικής εξέλιξης των δύο αυτών, πολύ συχνών στη διάλεκτο, επιρρημάτων, καθώς και των συγγενών μορφολογικά τύπων τους, αρχικά στη διαχρονία, και έπειτα στη συγχρονία, μέσω σωμάτων κειμένων.
Ωστόσο, δεν υπάρχει κάποιο εκτενές σύγχρονο σώμα κειμένων της κρητικής διαλέκτου, γι’ αυτό το λόγο δημιουργήσαμε ένα αυτοσχέδιο σώμα κειμένων. Για τη διαχρονία, χρησιμοποιήσαμε ως σώμα κειμένων τη συλλογή του Κακλαμάνη (2020) από τη περίοδο της Κρητικής αναγέννησης (15ος-17ος αιώνας) (Holton, 1997), όπου υπάρχουν αποσπάσματα από τα σημαντικότερα έργα της εποχής. Για τη συγχρονία, συγκεντρώσαμε ένα σύνολο αποσπασμάτων από 62 βιβλία με λαογραφικό υλικό γραμμένα στη κρητική διάλεκτο, τα οποία καλύπτουν την περίοδο από το 1876 έως το 2020.
Με βάση τις παρατηρήσεις που προβήκαμε από τα παραπάνω σώματα κειμένων, μπορέσαμε να περιγράψουμε τη χρήση των επιρρημάτων εδώ κι εκεί και των επιρρημάτων επά κι εκειά και των συγγενών τύπων τους, από τη διαχρονία στη συγχρονία. Επίσης, καταφέραμε να καταγράψουμε τη συχνότητα που εμφανίζονται οι τύποι των επιρρημάτων που μας ενδιαφέρουν και στα δύο σώματα κειμένων και να καταλήξουμε σε συμπεράσματα, τόσο για τις σημασιολογικές διαφορές που τους χαρακτηρίζουν, καθώς και για την γραμματική κατηγορία στην οποία ανήκουν και τη θέση στην οποία προκύπτουν στη πρόταση. Τέλος, καταφέραμε να ελέγξουμε τη θεωρία του Καυκαλά (1995) για τα επιρρήματα της Κρήτης, να αναζητήσουμε τους τύπους των επιρρημάτων που ο ίδιος παραθέτει, κατά πόσο τεκμηριώνονται στα γραπτά κείμενα της διαλέκτου που μελετήσαμε καθώς και να καταλήξουμε σε συμπεράσματα μέσω της σύγκρισης τους.
|