Περίληψη |
Η παρούσα διδακτορική διατριβή πραγματοποιήθηκε στο Ε.ΚΕ.Β.Ε. «Αλέξανδρος
Φλέμιγκ» στη Βάρη, υπό την επίβλεψη του Καθηγητή Ιατρικής Χαράλαμπου Σαββάκη σε
συνεργασία με τον Ερευνητή Α’ Ευθύμιο Σκουλάκη.
Η εργασία πραγματεύεται γενετική σάρωση με τη βοήθεια του MiMIC, ενός
τροποποιημένου Minos μεταθέσιμου γενετικού στοιχείου. Σκοπός της σάρωσης ήταν η εύρεση
γονιδίων που σχετίζονται με το φαινόμενο της εξοικείωσης στο πειραματόζωο Drosophila
melanogaster.
Η εξοικείωση αποτελεί μια πολύ συντηρημένη μορφή συμπεριφορικής πλαστικότητας
που δίνει τη δυνατότητα στα ζώα να αγνοούν επαναλαμβανόμενα ερεθίσματα χαμηλής
σημαντικότητας, προκειμένου να εστιάζουν την προσοχή τους σε άλλα, σημαντικά για την
επιβίωση τους. Αποτελεί τη βάση της επιλεκτικής προσοχής, οι μηχανισμοί όμως που διέπουν
την εξοικείωση δεν έχουν ακόμη εξακριβωθεί. Η αδυναμία εξοικείωσης σχετίζεται με διάφορες
ασθένειες στον άνθρωπο, μεταξύ αυτών και η σχιζοφρένεια. Είναι γνωστό ότι δυσλειτουργίες
προσοχής και επεξεργασίας πληροφοριών είναι κύρια συμπτώματα στις διαταραχές
σχιζοφρένειας που οφείλονται στην μειωμένη ικανότητα για το φιλτράρισμα άσχετων
ερεθισμάτων.
Στην παρούσα μελέτη, χρησιμοποιήθηκαν ενθέσεις του MiMIC μεταθέσιμου γενετικού
στοιχείου σε διάφορες θέσεις του γονιδιώματος της Drosophila melanogaster, προκειμένου να
εντοπιστούν γονίδια που σχετίζονται με την εξοικείωση. Το συγκεκριμένο πειραματόζωο,
παρουσιάζει ιδιαίτερα πλεονεκτήματα που οφείλονται στην ευκολία και το χαμηλό κόστος
συντήρησης καθώς και στην ύπαρξη πολλών εργαλείων που επιτρέπουν μοριακή και γενετική
ανάλυση. Τα στελέχη που έφεραν τις αντίστοιχες ενθέσεις ελέγχονταν συμπεριφορικά ως
προς την αποφυγή επαναλαμβανόμενων ηλεκτρικών ερεθισμάτων. Από τα στελέχη που
ελέγχθηκαν, προέκυψαν διάφορα γονίδια, εκ των οποίων, τα γονίδια Btk, Tau και rut που
μελετήθηκαν περαιτέρω.
Σχετικά με το γονίδιο Βtk, η μελέτη κατέδειξε ότι η εξοικείωση σε επαναλαμβανόμενα
ηλεκτρικά ερεθίσματα περιλαμβάνει δύο φάσεις που ελέγχονται από διαφορετικούς νευρώνες
των μισχοειδών σωματίων και στις οποίες συμμετέχει η πρωτεΐνη ΒΤΚ. Συγκεκριμένα, το
γονίδιο Btk κωδικοποιεί μια κινάση τυροσίνης, που σύμφωνα με την παρούσα μελέτη,
εκφράζεται στα μισχοειδή σωμάτια του κεντρικού νευρικού συστήματος της Drosophila
melanogaster -δομές που όπως έχει αποδειχτεί προστατεύουν από την πρώιμη εξοικείωση. Η
συγκεκριμένη πρωτεΐνη δρα με διαφορετικό τρόπο σε ξεχωριστούς νευρώνες. Πιο
συγκεκριμένα, στους α και β λοβούς λειτουργεί αποτρέποντας την πρώιμη εξοικείωση, ενώ στους α’ και β’ λοβούς συμμετέχει στην εξοικείωση μετά από επαναλαμβανόμενα ηλεκτρικά
ερεθίσματα. Συνεπώς, η έλλειψη της πρωτεΐνης ΒΤΚ στους νευρώνες α και β οδηγεί σε πρώιμη
εξοικείωση, ενώ στους νευρώνες α’ και β’ οδηγεί σε ελλειμματική εξοικείωση. Ο τελευταίος
φαινότυπος, βρέθηκε να αναστρέφεται μετά από χορήγηση των αντιψυχωσικών φαρμάκων
κλοζαπίνη και ρισπεριδόνη. Έτσι, καταφέραμε να συνδέσουμε την ελαττωματική εξοικείωση
στη Δροσόφιλα με συγκεκριμένα συμπτώματα της σχιζοφρένειας.
Από την άλλη, το γονίδιο Tau κωδικοποιεί πρωτεΐνη που συμμετέχει στη σταθεροποίηση
των μικροσωληνίσκων του κυττάρου κι εντοπίζεται κυρίως στους άξονες. Η πρωτεΐνη αυτή
σχετίζεται με νευροεκφυλιστικές νόσους στον άνθρωπο. Σύμφωνα με την παρούσα έρευνα,
έλλειψη της δροσοφιλικής Tau πρωτεΐνης (μεταξύ άλλων φαινοτύπων) στους α’ και β’ λοβούς
των μισχοειδών σωματίων οδηγεί σε ελλειμματική εξοικείωση, ενώ υπερέκφραση της ίδιας
πρωτεΐνης στα μισχοειδή σωμάτια οδηγεί σε πρόωρη εξοικείωση.
Σχετικά με το γονίδιο rut, τα πειράματα κατέδειξαν πως η δράση του απαιτείται μέσα στα
μισχοειδή σωμάτια προκειμένου το πειραματόζωο να καταφέρει να αγνοήσει τα
επαναλαμβανόμενα ηλεκτρικά ερεθίσματα, καθώς η έλλειψη της πρωτεΐνης αδενυλικής
κυκλάσης rut στους νευρώνες αυτούς οδηγεί σε ελλειμματική εξοικείωση. Όπως και στην
περίπτωση της πρωτεΐνης ΒΤΚ, η ελλειμματική εξοικείωση των μεταλλαγμάτων αναστρέφεται
μετά από χορήγηση του αντιψυχωσικού φαρμάκου ρισπεριδόνη. Επιπλέον πειράματα
απαιτούνται για την μελέτη της δράσης του γονιδίου rut.
Συμπερασματικά λοιπόν, η παρούσα μελέτη συντέλεσε στην εύρεση νέων γονιδίων που
με τη σειρά τους ρίχνουν φως στην αποκάλυψη μηχανισμών εξοικείωσης, γεγονός που
συμβάλλει στην κατανόηση διαταραχών εξοικείωσης, όπως η σχιζοφρένεια. Έτσι, δείχνουμε
πως η Drosophila melanogaster μπορεί να αποτελέσει ικανό μοντέλο όχι μόνο για την μελέτη
της εξοικείωσης ως ενδοφαινοτύπου της σχιζοφρένειας και για την εύρεση νέων σχετικών
γονιδίων αλλά και για την επαλήθευση και την περαιτέρω μελέτη ήδη γνωστών γονιδίων που
σχετίζονται με ανθρώπινες διαταραχές.
|