Περίληψη |
Σκοπός: Η παρούσα έρευνα σχεδιάστηκε με στόχο την διερεύνηση και την αξιολόγηση των ψυχολογικών παραμέτρων των φοιτητών που συνδέονται με διαταραγμένες διατροφικές συμπεριφορές και δυσλειτουργικές στάσεις για την εικόνα του σώματος.
Δείγμα/Μεθοδολογία: Σε αυτή την μελέτη συμμετείχαν 400 υγιείς φοιτητές (198 άνδρες και
202 γυναίκες) από διάφορα τμήματα του Πανεπιστημίου Κρήτης στο Ρέθυμνο και το Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα στο Ηράκλειο, ηλικίας από 18 έως 46 ετών. Η δειγματοληψία έγινε με τυχαίο τρόπο, ενώ η συμμετοχή είχε εθελοντικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, αξιολογήθηκε το βάρος, το ύψος (ώστε να πραγματοποιηθεί ο υπολογισμός του Δείκτη Μάζας Σώματος) και το ιδανικό βάρος. Η αξιολόγηση της ντροπής για το σώμα, της σωματικής δυσαρέσκειας και των στάσεων/ συνηθειών σχετικά με την διατροφή πραγματοποιήθηκαν με τo Objectified Body Consciousness, το Εating Disorder Inventory (EDI) και το Eating Attitudes Test – 26 (ΕΑΤ- 26) αντίστοιχα.
Αποτελέσματα: Μετά από την στατιστική ανάλυση των δεδομένων βρέθηκε ότι το ¼ του δείγματος έχει βάρος άνω του φυσιολογικού, το 5% κάτω του φυσιολογικού και ένα 9% αντιμετωπίζει τις δυσκολίες της παχυσαρκίας. Μάλιστα, το μεγαλύτερο μέρος των συμμετεχόντων φάνηκε να επιθυμεί την απώλεια τουλάχιστον 5 κιλών. Ακόμη, υπήρξαν κυρίως στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών, με τις τελευταίες να εμφανίζουν υψηλότερες τιμές ως προς όλες τις μεταβλητές της έρευνας. Έπειτα από τις συσχετίσεις μεταξύ των διαφορετικών μεταβλητών της έρευνας, παρατηρήθηκε ότι όλες συσχετίζονταν θετικά μεταξύ τους, με εξαίρεση την δυσαρέσκεια με το σώμα που συσχετίστηκε αρνητικά με την υποκλίμακα «Στοματικός έλεγχος» (r = -.185, p < 0,001). Επιπλέον, το 11,7 %, το 8,6 % και το 14,9 % του γενικού, του ανδρικού και του γυναικείου πληθυσμού του δείγματος μας αντίστοιχα, παρατηρήθηκε να έχει αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης μιας διατροφικά διαταραγμένης συμπεριφοράς. Τέλος, η ντροπή για το σώμα φάνηκε να έχει διαμεσολαβητικό ρόλο στη σχέση μεταξύ σωματικής δυσαρέσκειας και διατροφικών διαταραχών.
Συζήτηση: Τα ερωτηματολόγια που χρησιμοποιήθηκαν φάνηκε να αποτελούν αρκετά αξιόπιστα εργαλεία. Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας επιβεβαιώνουν ότι ο επιπολασμός των διατροφικών διαταραχών στον φοιτητικό πληθυσμό είναι σημαντικός καθώς επηρεάζει αισθητά την αντίληψη των νέων για την εικόνα του σώματός τους και κατ’ επέκταση του εαυτού τους. Συμπεραίνουμε ότι η ευαισθητοποίηση πάνω σε θέματα διατροφής είναι δυνατή να προάγει την σωματική αλλά και την ψυχοσυναισθηματική υγεία των νέων.
Σκοπός: Η παρούσα έρευνα σχεδιάστηκε με στόχο την διερεύνηση και την αξιολόγηση των ψυχολογικών παραμέτρων των φοιτητών που συνδέονται με διαταραγμένες διατροφικές συμπεριφορές και δυσλειτουργικές στάσεις για την εικόνα του σώματος.
Δείγμα/Μεθοδολογία: Σε αυτή την μελέτη συμμετείχαν 400 υγιείς φοιτητές (198 άνδρες και
202 γυναίκες) από διάφορα τμήματα του Πανεπιστημίου Κρήτης στο Ρέθυμνο και το Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα στο Ηράκλειο, ηλικίας από 18 έως 46 ετών. Η δειγματοληψία έγινε με τυχαίο τρόπο, ενώ η συμμετοχή είχε εθελοντικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, αξιολογήθηκε το βάρος, το ύψος (ώστε να πραγματοποιηθεί ο υπολογισμός του Δείκτη Μάζας Σώματος) και το ιδανικό βάρος. Η αξιολόγηση της ντροπής για το σώμα, της σωματικής δυσαρέσκειας και των στάσεων/ συνηθειών σχετικά με την διατροφή πραγματοποιήθηκαν με τo Objectified Body Consciousness, το Εating Disorder Inventory (EDI) και το Eating Attitudes Test – 26 (ΕΑΤ- 26) αντίστοιχα.
Αποτελέσματα: Μετά από την στατιστική ανάλυση των δεδομένων βρέθηκε ότι το ¼ του δείγματος έχει βάρος άνω του φυσιολογικού, το 5% κάτω του φυσιολογικού και ένα 9% αντιμετωπίζει τις δυσκολίες της παχυσαρκίας. Μάλιστα, το μεγαλύτερο μέρος των συμμετεχόντων φάνηκε να επιθυμεί την απώλεια τουλάχιστον 5 κιλών. Ακόμη, υπήρξαν κυρίως στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών, με τις τελευταίες να εμφανίζουν υψηλότερες τιμές ως προς όλες τις μεταβλητές της έρευνας. Έπειτα από τις συσχετίσεις μεταξύ των διαφορετικών μεταβλητών της έρευνας, παρατηρήθηκε ότι όλες συσχετίζονταν θετικά μεταξύ τους, με εξαίρεση την δυσαρέσκεια με το σώμα που συσχετίστηκε αρνητικά με την υποκλίμακα «Στοματικός έλεγχος» (r = -.185, p < 0,001). Επιπλέον, το 11,7 %, το 8,6 % και το 14,9 % του γενικού, του ανδρικού και του γυναικείου πληθυσμού του δείγματος μας αντίστοιχα, παρατηρήθηκε να έχει αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης μιας διατροφικά διαταραγμένης συμπεριφοράς. Τέλος, η ντροπή για το σώμα φάνηκε να έχει διαμεσολαβητικό ρόλο στη σχέση μεταξύ σωματικής δυσαρέσκειας και διατροφικών διαταραχών.
Συζήτηση: Τα ερωτηματολόγια που χρησιμοποιήθηκαν φάνηκε να αποτελούν αρκετά αξιόπιστα εργαλεία. Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας επιβεβαιώνουν ότι ο επιπολασμός των διατροφικών διαταραχών στον φοιτητικό πληθυσμό είναι σημαντικός καθώς επηρεάζει αισθητά την αντίληψη των νέων για την εικόνα του σώματός τους και κατ’ επέκταση του εαυτού τους. Συμπεραίνουμε ότι η ευαισθητοποίηση πάνω σε θέματα διατροφής είναι δυνατή να προάγει την σωματική αλλά και την ψυχοσυναισθηματική υγεία των νέων.
|