Περίληψη |
Τα τελευταία χρόνια η ανησυχία για την ποιότητα του ύδατος έχει εστιαστεί σε διαφορετικούς ρυπαντές. Εκτός από τους κλασσικούς ρυπαντές (π.χ. πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες, οργανοχλωριωμένα φυτοφάρμακα, πολυχλωριωμένα διφαινύλια) έχει προκύψει ευρεία γκάμα πιθανών νέων ρυπαντικών παραγόντων, σε μικρές συγκεντρώσεις (μικρορυπαντές), όπως: οι φαρμακευτικές ουσίες, οι βιοκτόνες ουσίες, τα προσθετικά της βενζίνης, οι επιβραδυντές ανάφλεξης και οι ανασταλτικοί παράγοντες διάβρωσης. Στην τελευταία κατηγορία συγκαταλέγονται οι ενώσεις τις οποίες πραγματεύεται η παρούσα εργασία και οι οποίες ανήκουν στην ομάδα των βενζοτριαζολών. Η βενζοτριαζόλη, η 4 (ή 5) μεθυλοβενζοτριαζόλη ή τολυλτριαζόλη και η 5,6-διμέθυλοβενζοτριαζόλη χρησιμοποιούνται ευρέως σαν ανασταλτικοί παράγοντες διάβρωσης (π.χ. σε αντιψυκτικές ουσίες αυτοκινήτων και σε αντιπηκτικά). Παράλληλα περιέχονται στα απορρυπαντικά πλυντηρίων πιάτων παρέχοντας έτσι προστασία κατά της οξείδωσης στα μεταλλικά μέρη της συσκευής. Ιδιαίτερα ευρεία είναι η χρήση τους σε αντιψυκτικά υγρά αεροσκαφών και αεροδιαδρόμων (ADFs: Aircraft Deicing Fluids), τα οποία χρησιμοποιούνται σε μεγάλο βαθμό σε χώρες με έντονα φαινόμενα χιονόπτωσης για να αποφευχθεί η δημιουργία πάγου τόσο στα αεροσκάφη όσο και στις πίστες των αεροδρομίων. Oι ενώσεις αυτές προστίθενται στα αντιψυκτικά υγρά για να μειώσουν έτσι και τον κίνδυνο ανάφλεξης από την οξείδωση μεταλλικών τμημάτων. Τέλος, γίνεται αναφορά για παρουσία τους και σε μυκητοκτόνες ουσίες. Οι ενώσεις αυτές είναι ευδιάλυτες στο νερό (με διαλυτότητα 5, 3 και 1 g/L αντίστοιχα) αρκετά σταθερές στην βιοαποικοδόμηση και εμφανίζουν υψηλή υδροφιλικότητα. Επομένως η παρουσία των πρόσθετων αυτών ουσιών στα υγρά απόβλητα κι ενδεχομένως και στα υπόγεια και επιφανειακά νερά είναι αρκετά πιθανή. Για τον λόγο αυτό αναπτύχθηκε μια αναλυτική μέθοδος για τον ποιοτικό και ποσοτικό προσδιορισμό των ενώσεων αυτών. Η συζευγμένη υγρή χρωματογραφία (LC) με τη διαδοχική φασματομετρία μαζών (MS/MS) είναι η τεχνική εκείνη η οποία συνέβαλε στον ακριβή προσδιορισμό των ενώσεων αυτών σε πολύπλοκα δείγματα όπως είναι τα απόβλητα ύδατα και τα δείγματα ιλύος. Η μέθοδος αυτή εφαρμόστηκε σε δείγματα τα οποία προέρχονται από τον σταθμό βιολογικής επεξεργασίας αποβλήτων τόσο στην υγρή όσο και στην σωματιδιακή φάση καθώς και σε εμπορικά προϊόντα (απορρυπαντικό πλυντηρίου πιάτων, αντιπηκτικό αυτοκινήτων). Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι είναι λίγες οι μελέτες εκείνες οι οποίες αφορούν την περιβαλλοντική έκθεση σε τέτοιου είδους ενώσεις. Έτσι ενώ υπάρχει οδηγία από την Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία θέτει τους αναγκαίους νομικούς περιορισμούς σε χημικές ουσίες όπως είναι οι βιοκτόνες ουσίες, για τους ανασταλτικούς παράγοντες διάβρωσης δεν υπάρχει αντίστοιχη ρύθμιση. Η έλλειψη στοιχείων για τις προαναφερθείσες ενώσεις είναι εκείνη η οποία συμβάλει στην έλλειψη αξιολόγησης και εφαρμογής νομικών μέτρων για τις ενώσεις αυτές από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
|