Περίληψη |
Το πρόβλημα της αντιστοίχισης σημείων μεταξύ δύο εικόνων, είναι ένα από τα βασικότερα προβλήματα της υπολογιστικής όρασης. Η σπουδαιότητα του οφείλεται στο ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο για την εξαγωγή πληροφορίας βάθους, όσο και για τον υπολογισμό κίνησης μέσω της οπτικής ροής. Ωστόσο φαινόμενα όπως οι προβολικές παραμορφώσεις, οι επικαλύψεις και οι φωτομετρικές διαφοροποιήσεις καθιστούν την επίλυση του προβλήματος δύσκολη. Επιπλέον η υψηλή πολυπλοκότητα της εύρεσης αντιστοιχίσεων, καθιστά πολλές μεθόδους ακατάλληλες για πολλές σύγχρονες εφαρμογές. Η συσχέτιση αποτελεί έναν γνωστό τρόπο επίλυσης του προβλήματος της αντιστοίχισης και οδηγεί σε πυκνό χάρτη αντιστοιχίσεων. Το μειονέκτημα της όμως είναι ότι δεν παρουσιάζει ιδιαίτερα αξιόπιστα αποτελέσματα κοντά σε ασυνέχειες βάθους, σε επικαλυπτόμενες περιοχές και σε περιοχές μειωμένης υφής. Στην παρούσα εργασία γίνεται ανάλυση της συμπεριφοράς ενός τυπικού αλγορίθμου αντιστοίχισης μέσω συσχέτισης, με στόχο την καλύτερη κατανόηση των κυριότερων πηγών σφαλμάτων του και την βελτίωση της αποτελεσματικότητάς του στις περιοχές αυτές. Προτείνονται πέντε βελτιώσεις. Οι δύο από αυτές αποσκοπούν κυρίως στην βελτίωση της συμπεριφοράς κοντά σε ασυνέχειες βάθους, ενώ οι άλλες δύο στοχεύουν στις περιοχές με μειωμένη υφή και η τελευταία στην ανίχνευση των επικαλυπτόμενων περιοχών. Οι παραπάνω βελτιωτικές προτάσεις, συνδυασμένες κατάλληλα, αποτελούν την βάση για δύο προτεινόμενους αλγορίθμους αντιστοίχισης. Στον πρώτο αλγόριθμο δίνεται προτεραιότητα στην αντιμετώπιση των ασυνεχειών βάθους, ενώ στον δεύτερο, πρωταρχικός στόχος είναι η ενίσχυση της απόδοσης στις περιοχές χωρίς σημαντική υφή. Τα αποτελέσματα των δύο αλγορίθμων δοκιμάστηκαν σε μια σειρά από πραγματικές και από συνθετικές ακολουθίες. Συγκρίσεις με άλλες σχετικές μεθόδους αντιστοίχισης δείχνουν σημαντική βελτίωση της απόδοσης χωρίς μεγάλη αύξηση της υπολογιστικής πολυπλοκότητας.
|