Περίληψη |
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η προωρότητα αναστέλλει την ωρίμανση του ανοσοποιητικού συστήματος του εμβρύου, γεγονός που συντελεί στη μεγαλύτερη επιρρέπεια των προώρων σε λοιμώξεις. Η πρόληψη όμως των λοιμώξεων μέσω του εμβολιασμού έχει επηρεάσει θετικά το προσδόκιμο ζωής της ιδιαίτερης αυτής ομάδας παιδιών. Σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμού και τις συστάσεις του κέντρου ελέγχου λοιμώξεων (CDC), ο εμβολιασμός των προώρων θα πρέπει να αρχίζει βάσει του προγράμματος εμβολιασμού των τελειόμηνων βρεφών και λαμβάνοντας ως ηλικία έναρξης τις 6 εβδομάδες μετά τη γέννηση, όπως στα τελειόμηνα βρέφη.
ΣΚΟΠΟΣ / ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Με σκοπό να διερευνηθεί η εμβολιαστική κάλυψη σε παιδιά που γεννήθηκαν πρόωρα και ελλειποβαρή, τα οποία νοσηλεύτηκαν στη Μονάδα Εντατικής Νοσηλείας Νεογνών Βενιζελείου Νοσοκομείου Ηρακλείου Κρήτης από το 2013 έως το 2016, έγινε συλλογή μέσω τηλεφωνικών συνεντεύξεων δεδομένων που αφορούσαν την εμβολιαστική κάλυψη των παιδιών αυτών. Αυτό επιτεύχθηκε με ενημέρωση των γονέων για την εκπόνηση της εργασίας, την προφορική αποδοχή της συμμετοχής τους στην εργασία και στη συνέχεια λήψη αντίγραφου της εμβολιαστικής κάλυψης των παιδιών τους κατά τα 2 πρώτα έτη ζωής, δια ζώσης ή μέσω μέσων κοινωνικής δικτύωσης, email ή fax. Από το βιβλιάριο συλλέχθηκαν τα εξής στοιχεία: ημερομηνία γέννησης, εβδομάδα κύησης (Ε.Κ.) της μητέρας και ακριβείς ημερομηνίες εμβολιασμού των παιδιών, για κάθε εμβόλιο που
Vaccines and Prevention of Infectious Diseases in Childhood and Adolescence
Faculty of Medicine – University of Crete
2
περιέχεται στο εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμού του 2017. Για τη σύγκριση των παραμέτρων που εξετάστηκαν δείγματος χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος ANOVA.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Στα 222 παιδιά που συλλέχθηκαν στην μελέτη μας διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε διαφορά στην εμβολιαστική κάλυψη μεταξύ αγοριών και κοριτσιών. Αναφορικά με την ακριβή ημερομηνία εμβολιασμού, λαμβάνοντας υπόψιν 5 ημέρες πριν και 5 ημέρες μετά την συμπλήρωση του 2ου μήνα ζωής, μόνο το 44% των παιδιών είχαν λάβει την πρώτη δόση έναντι της Ηπατίτιδας Β και το 54,4% έναντι της Διφθερίτιδας - Τετάνου - Κοκκύτη – Πολιομυελίτιδα-Αιμόφιλου Ινφλουέντζας (DTP-IPV-HIB). Επίσης, παρόλη την καθυστέρηση εμβολιασμού, φαίνεται ότι την πρώτη δόση των ανωτέρω εμβολίων έλαβαν το 98,6% και το 98,2 % αντίστοιχα. Την πρώτη δόση για το εμβόλιο έναντι του 13δυναμου εμβολίου του Πνευμονιοκόκκου έλαβαν εγκαίρως το 16,2 % των πρόωρα γεννημένων παιδιών της μελέτης μας. Μικρότερο ήταν το ποσοστό συμμόρφωσης σχετικά με τον έγκαιρο εμβολιασμό έναντι της Ιλαράς - Ερυθράς - Παρωτίτιδας (MMR) και Ανεμευλογιάς (VAR). Ο έγκαιρος εμβολιασμός φαίνεται να επετεύχθη στο 22% των παιδιών της μελέτης μας για το MMR και στο 13,5% για το VAR. Παρόλα αυτά η πρώτη δόση εμβολίου πραγματοποιήθηκε, έστω και καθυστερημένα, στο 87% και στο 77% των παιδιών της μελέτης αντίστοιχα. Επίσης, δεν διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στην καθυστέρηση εμβολιασμού στις διάφορες υποομάδες στις οποίες χωρίστηκε ο πληθυσμός της μελέτης (ανάλογα με το βάρος και την ηλικία κύησης στη γέννηση) (p>0,05).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Φαίνεται πως στο συγκεκριμένη ομάδα πρόωρων νεογνών της μελέτης δεν παρατηρήθηκε συσχέτιση της καθυστέρησης στην εμβολιαστική κάλυψη με το βάρος γέννησης ή την ηλικία κύησης των παιδιών αυτών. Παρόλα αυτά, διαπιστώθηκε μια καθυστέρηση εμβολιασμού κυρίως στις δόσεις που αφορούσαν το 2ο έτος ζωής, δηλαδή στα εμβόλια έναντι της Ιλαράς - Ερυθράς - Παρωτίτιδας και της Ανεμευλογιάς, ενώ πολύ μικρότερη καθυστέρηση παρατηρήθηκε στην πρώτη δόση του εμβολίου Διφθερίτιδας - Τετάνου - Κοκκύτη - Αιμόφιλου Ινφλουέζα και Πολιομυελίτιδας.
|