Περίληψη |
Ο κολοορθικός καρκίνος (ΚΟΚ) είναι ο τρίτος πιο κοινός τύπος καρκίνου και για τα δύο φύλα και μία από τις κύριες αιτίες θανάτου σχετιζόμενο με καρκίνο παγκοσμίως. Αυτά τα χαρακτηριστικά έχουν προσελκύσει πολλές ερευνητικές ομάδες σε όλο τον κόσμο δημιουργώντας τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την επίτευξη σημαντικής προόδου στην αποκάλυψη της υποκείμενης μοριακής βιολογίας, στον εντοπισμό νέων διαγνωστικών test και στην εισαγωγή νέων και εξατομικευμένων θεραπευτικών επιλογών. Ωστόσο, παρά τις πολυάριθμες προσπάθειες για τον εντοπισμό αποτελεσματικών προγνωστικών εργαλείων, τα αποτελέσματα δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. Αυτό συμβαίνει γιατί στις περισσότερες μελέτες ο μικρός αριθμός των υπό μελέτη ασθενών δεν επιτρέπει την ασφαλή εξαγωγή συμπερασμάτων. Παράλληλα, το σχετικά υψηλό κόστος αλλά και η πολυπλοκότητα των προτεινόμενων τεχνικών καθιστά αποτρεπτική την εφαρμογή των εν λόγω εργαλείων. Ως εκ τούτου, η τρέχουσα πρακτική στη διαχείριση του ΚΟΚ εξακολουθεί να αξιολογεί την ανταπόκριση των ασθενών κατόπιν ολοκλήρωσης της θεραπείας τους. Αυτό έχει μεγάλη σημασία, καθώς οι ασθενείς που αναπτύσσουν χημειοανθεκτικότητα, θα αναγνωριστούν με μεγάλη καθυστέρηση, αφήνοντας τόσο αυτούς όσο και τα συστήματα υγείας εκτεθειμένους να αντιμετωπίσουν τις περιττές παρενέργειες και το αυξημένο κόστος των αναποτελεσματικών θεραπειών. Έτσι, προκειμένου να βελτιστοποιηθεί η κλινική πρακτική, αναδεικνύεται ως ζωτικής σημασίας η ταυτοποίηση ευαίσθητων και εύχρηστων εργαλείων που θα παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με την πρόγνωση της πορείας κάθε ασθενούς. Τέτοια εργαλεία αναμένεται να ωφελήσουν άμεσα τους ασθενείς με ΚΟΚ και τους κλινικούς ιατρούς (αφού θα είναι σε θέση να διακόψουν μια αναποτελεσματική θεραπεία σε πρώιμο στάδιο) αλλά έμμεσα και το σύστημα υγείας δεδομένης της αποδοτικότερης διαχείρισης των πόρων για την θεραπεία αυτών των ασθενών. Επί πλέον πρέπει να σημειωθεί η δυνατότητα επέκτασης της αξιολόγησης της προγνωστικής αξίας των εργαλείων αυτών και σε άλλους τύπου καρκίνου. Ένας μεγάλος αριθμός δεδομένων δείχνει ότι οι μοριακοί βιοδείκτες είναι πολλά υποσχόμενοι υποψήφιοι για αυτόν τον σκοπό. Έχοντας τα ανωτέρω υπ όψιν, η παρούσα μελέτη επικεντρώθηκε στην διερεύνηση της κλινικής αξίας δύο νέων βιοδεικτών: α) της συχνότητας μικροπυρήνων (ΣΜ) σε 55 ασθενείς με μεταστατικό ΚΟΚ (μΚΟΚ) και 21 με τοπικά προχωρημένο καρκίνο του ορθού (τπΚΟ) χρησιμοποιώντας την τεχνική cytokinesis block micronucleus assay (CBMN) και β) της ενεργότητας τελομεράσης (ΕΤ) σε 23 μΚΟΚ και 5 τπΚΟ ασθενείς χρησιμοποιώντας την τεχνική της TRAP-ELISA. Αυτοί οι βιοδείκτες επιλέχθηκαν βάσει της στενής τους σχέσης με τη χρωμοσωμική αστάθεια και τη διαταραγμένη γενετική λειτουργία, αμφότερα ουσιαστικά γνωρίσματα στην καρκινογένεση του παχέος εντέρου. Όλοι οι βιοδείκτες αξιολογήθηκαν σε λεμφοκύτταρα περιφερικού αίματος πριν, στο μέσο και στο τέλος της θεραπείας (περίπου 0, 3 και 6 μήνες) για ασθενείς με μΚΟΚ και πριν, στο τέλος της θεραπείας και μετά από χειρουργική επέμβαση για ασθενείς με τπΚΟ. Συνολικά, η ΣΜ έδειξε σημαντική προγνωστική αξία, καθώς μια μείωσή <29% μεταξύ των μεσαίων και των αρχικών μετρήσεων μπορεί να διακρίνει μεταξύ εξελισσόμενης και σταθερής / ανταποκρινόμενης νόσου με ευαισθησία 36% και ειδικότητα 87,0%. Ακόμα φάνηκε να είναι σε θέση να αναγνωρίσει την ανταπόκριση νόσου με ευαισθησία 72,7 % και ειδικότητα 59,3%. Αναφορικά δε με την ΕΤ, δεν αποδείχθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των ομάδων ανταπόκρισης νόσου σε καμία από τις μετρήσεις (προ της έναρξης της χημειοθεραπείας p = 0.256, στη μέση της χημειοθεραπείας p=0.072, στο τέλος της χημειοθεραπείας p=0.096). Ωστόσο, παρατηρήθηκε ότι στη μέση και τελευταία μέτρηση οι ασθενείς με πρόοδο νόσου είχαν αύξηση της ΕΤ ενώ η σύγκριση των υπολοίπων ομάδων με αυτή την ομάδα (πρόοδος νόσου vs σταθερή νόσος, πρόοδος νόσου vs μερική ανταπόκριση, πρόοδος νόσου vs πλήρης ανταπόκριση) ανέδειξε μια σημαντική τάση στην αύξηση της ΕΤ στους ασθενείς με πρόοδο νόσου (μέση μέτρηση p=0.072, τελική μέτρηση p=0.096). Παρ’ όλα αυτά, δεν κατέστη δυνατή η περαιτέρω στατιστική μελέτη των ασθενών με πρόοδο νόσου στις τρεις φάσεις της χημειοθεραπείας εξ’ αιτίας της απουσίας κανονικής κατανομής των τιμών της ΕΤ πιθανά λόγω του μικρού δείγματος που μελετήσαμε. Συνοπτικά, τα ευρήματα της μελέτης αυτής καταδεικνύουν την αξία της συχνότητας των μικροπυρήνων ως προγνωστικού βιοδείκτη για την παρακολούθηση της ανταπόκρισης στη θεραπεία ασθενών με ΚΟΚ, ενώ η ΕΤ πρέπει να αξιολογηθεί σε μια μεγαλύτερη ομάδα ασθενών για να τεκμηριωθεί η πιθανή μεταβολή της κατά τη διάρκεια της χημειοθεραπείας οπότε και η κλινική της σημασία.
|