Περίληψη |
Η εξωτερική μορφολογία των ιχθύων θεωρείται ως ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά ποιότητας για τον καταναλωτή και βασικός χαρακτήρας στα προγράμματα γενετικής βελτίωσης. Σε συνθήκες εκτροφής, η διακύμανση της εξωτερικής μορφολογίας σχετίζεται κυρίως με την ανάπτυξη μορφο-ανατομικών ανωμαλιών, αλλά και με τη φυσιολογική πλαστικότητα του φαινοτύπου.
Στην παρούσα εργασία μελετήθηκε η ποσοτική και ποιοτική διακύμανση των σκελετικών παραμορφώσεων στο βραγχιακό επικάλυμμα και στις γνάθους σε νύμφες τσιπούρας που αναπτύχθηκαν κάτω από διαφορετικές συνθήκες εκτροφής. Στην συνέχεια έγινε προσπάθεια ανάπτυξης κλίμακας για τη ποσοτικοποίηση των παραμορφώσεων. Στο δεύτερο μέρος της παρούσας εργασίας εξετάζεται η διακύμανση του σχήματος του σώματος ενήλικων ατόμων τσιπούρας σε διαφορετικές συνθήκες εκτροφής, με απώτερο στόχο την ανάπτυξη κλίμακας ποιότητας με σημείο αναφοράς τον άγριο φαινότυπο. Τα αποτελέσματα της φαινοτυπικής ανάλυσης, τόσο των δυσπλασιών, όσο και του σχήματος του σώματος, με τα δεδομένα των αναλύσεων πατρότητας και οικογενειακής δομής, προκειμένου να εκτιμηθούν οι δείκτες κληρονομησιμότητας των επιμέρους χαρακτήρων.
Από τα αποτελέσματα που προέκυψαν, φαίνεται ότι οι συνθήκες εκτροφής επηρέασαν τη συχνότητα εμφάνισης των παραμορφώσεων στο βραγχιακό επικάλυμμα. Κύριο χαρακτηριστικό των παραμορφώσεων ήταν η αναδίπλωση προς τα μέσα ή η απουσία τμήματος του επικαλυματικού οστού, ενώ όσο αυξανόταν ο βαθμός έντασης της παραμόρφωσης, αυτή συνοδευόταν και από παραμορφώσεις των βραγχιοστεγών ακτίνων και του υπο-επικαλυματικού οστού. Η συχνότητα των παραμορφώσεων των γνάθων, φάνηκε ότι δεν επηρεάζεται από τις συνθήκες εκτροφής, ενώ κύριο γνώρισμα τους ήταν οι ανατομικές αλλοιώσεις των γναθικών και προγναθικών οστών. Συνολικά αναπτύχθηκαν επτά κλίμακες εκ των οποίων οι δύο στηρίχτηκαν στην εξωτερική μορφολογία των περιοχών ενδιαφέροντος, ενώ οι υπόλοιπες πέντε συμπεριέλαβαν και στοιχεία εσωτερικής ανατομίας. Από τις αναλύσεις πατρότητας, σημαντική κληρονομησιμότητα υπήρξε μόνο για τις παραμορφώσεις των γνάθων που σχετίζονταν με την εξωτερική μορφολογία (h2=0.115±0.041). Διαφορετικές τιμές κληρονομησιμότητας παρατηρήθηκαν και σε επιμέρους κλίμακες με βασικό κριτήριο την πλευρική μετατόπιση της άνω γνάθου και δευτερεύον χαρακτηριστικό τη στένωση του γναθικού οστού. Στην περίπτωση απουσίας της στένωσης, η τιμή h2 ήταν σημαντική (h2=0.219±0.059), ενώ παρουσίας της στένωσης συνέβη το αντίθετο (h2=0.049±0.032). Πιθανόν η λεπτομερής περιγραφή της συγκεκριμένης παραμόρφωσης να δημιούργησε θόρυβο και να επισκίασε άλλες παραμορφώσεις που είχαν γενετικό καθορισμό. Από τη φαινοτυπική διακύμανση των ενηλίκων ατόμων τσιπούρας, φάνηκε ότι οι συνθήκες εκτροφής επηρεάζουν το σχήμα του σώματος. Μορφολογικές διαφορές σχετίζονταν κυρίως με τη θέση του ρύγχους, των κοιλιακών πτερυγίων και το ύψος του σώματος, ενώ από τη σύγκριση με τους φυσικούς πληθυσμούς, φάνηκε ότι το σχήμα σώματος που προκύπτει από την εκτροφή σε κλωβούς, μοιάζει περισσότερο με αυτό των φυσικών πληθυσμών. Τα αποτελέσματα της φαινοτυπικής ανάλυσης ταιριάζουν με αυτά των αναλύσεων πατρότητας, αφού παρουσίαζαν σημαντικές τιμής h2 (κυμαινόταν μεταξύ 0.222±0.109 και 0.604±0.129, ανάλογα με το χαρακτήρα που εξετάστηκε).
Για πρώτη φορά τα αποτελέσματα της παρούσας εργασίας δείχνουν πως είναι δυνατή η εφαρμογή ημι-ποσοτικής κλίμακας κατηγοριοποίησης παραμορφώσεων σε πρώιμα οντογενετικά στάδια, γεγονός που θα απαλείψει τον ενδεχόμενο θόρυβο του περιβάλλοντος από τις εκτιμήσεις του δείκτη κληρονομησιμότητας. Ως προς το σχήμα του σώματος στα ενήλικα άτομα, τα αποτελέσματα συζητούνται ως προς την εφαρμογή τους σε προγράμματα γενετικής βελτίωσης. Επίσης ως προς τους πιθανούς λόγους τη διαφοροποίηση του σχήματος μεταξύ των διαφορετικών περιβαλλόντων ανάπτυξης.
|