Περίληψη |
Οι λοιμώξεις που σχετίζονται με τους χώρους παροχής υγειονομικής
περίθαλψης ή νοσοκομειακές λοιμώξεις (Ν.Λ) τείνουν να αποτελέσουν
σοβαρό παράγοντα κινδύνου για τους ασθενείς, καθώς συμβάλλουν
σημαντικά στην αύξηση των δεικτών νοσηρότητας και θνησιμότητας
τους και πολλαπλασιάζουν το κόστος νοσηλείας. Η αυξημένη επίπτωση
των Ν.Λ σε ασθενείς των ΜΕΘ συνιστά ένα δυσεπίλυτο καθημερινό
πρόβλημα των κλινικών ιατρών. Η συστηματική επιτήρηση και η άμεση
εφαρμογή μέτρων για την πρόληψη και τον έλεγχο των Ν.Λ είναι άμεση
και αναγκαία προτεραιότητα όλων όσων ασχολούνται με παροχή
υπηρεσιών υγείας. Η παρούσα μελέτη επιτήρησης της επίπτωσης Ν.Λ
στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) ενηλίκων του Γ.Ν Ρόδου
βασίζεται στο πρωτόκολλο του European Centre for Disease Prevention
and Control (ECDC) ΄΄EUROPEAN SURVEILLANCE OF HEALTHCAREASSOCIATED
INFECTIONS IN INTENSIVE CARE UNITS HAI ICU Protocol v
2.2΄΄.
Σκοπός της μελέτης: Η εφαρμογή της επιτήρησης σε ένα νοσοκομείο
της περιφέρειας (ΡΟΔΟΣ) με στόχο την απόκτηση εμπειρίας στην
εφαρμογή των πρωτοκόλλων του ECDC, την αξιολόγηση των οδηγιών ως
προς την καταγραφή, τη συλλογή δεδομένων, την εξοικείωση με τα
πρωτόκολλα καταγραφής, την ανάλυση των αποτελεσμάτων και την
εξαγωγή συμπερασμάτων που αφορούν την αναγνώριση των
προβλημάτων των Ν.Λ και τέλος τον σχεδιασμό παρεμβάσεων για την
επίλυση τους. Η μελέτη αυτή θα αποτελέσει ερέθισμα κινητοποίησης για
συστηματική εφαρμογή καταγραφών Ν.Λ σε ΜΕΘ σε εθνική κλίμακα.
Μεθοδολογία: Η μελέτη, πραγματοποιήθηκε στην Μονάδα εντατικής
θεραπείας Ενηλίκων του Γ.Ν Ρόδου και η διάρκειά της ήταν 6 μήνες.
Χρησιμοποιήθηκε το πρωτόκολλο του ECDC HAI ICU Protocol v2.2.
Πραγματοποιήθηκε συστηματική καθημερινή επιτήρηση για όλους τους
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ
2018
[ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ ΚΑΙ ΕΝΤΑΤΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΠΑΙΔΩΝ ΚΑΙ ΕΦΗΒΩΝ]
12
ασθενείς της ΜΕΘ Ρόδου μέχρι την έξοδό τους. Μελετήθηκαν τρεις
κατηγορίες Ν.Λ: οι πνευμονίες (PN), οι βακτηριαιμίες (BSI) και οι
λοιμώξεις ουροποιητικού (UTI), καθώς και η συσχέτισή τους με
παρεμβατικές συσκευές (αναπνευστικές συσκευές, κεντρικούς
ενδοαγγειακούς καθετήρες, καθετήρες ουροδόχου κύστεως).
Καταγράφηκαν οι συχνότητες παθογόνων που αναγνωρίστηκαν ως
αιτιολογικοί παράγοντες ανάπτυξης Ν.Λ στη ΜΕΘ, καθώς και η αντοχή
τους έναντι συγκεκριμένων αντιμοκροβιακών ομάδων βάση
πρωτοκόλλου. Επίσης, καταγράφηκαν όλα τα χορηγούμενα αντιβιοτικά
στους νοσηλευόμενους ασθενείς για το προβλεπόμενο χρονικό διάστημα
– ασχέτως Ν.Λ - και η κλινική ένδειξη χορήγησής τους.
Αποτελέσματα: Δεκατέσσερις από τους 28 ασθενείς που
περιελήφθησαν στη μελέτη ανέπτυξαν 17 επεισόδια Ν.Λ. Το 52,9% των
επεισοδίων Ν.Λ αφορούσαν βακτηριαιμίες (9,5 επεισόδια μικροβιαιμίας
ανά 1000 ασθενο-ημέρες), το 23,5% βακτηριαιμίες σχετιζόμενες με
κεντρικό φλεβικό καθετήρα (ΚΦΚ) (4,22 λοιμώξεις ανά 1000 ημέρες
κεντρικού καθετήρα), το 11.8% λοιμώξεις ουροποιητικού συστήματος
σχετιζόμενες με καθετήρα (2,1 λοιμώξεις ανά 1000 ημέρες
ουροκαθετήρα) και το 11,8% πνευμονίες σχετιζόμενες με (ενδο)
τραχειακό σωλήνα (2,44 λοιμώξεις ανά 1000 ημέρες αναπνευστικής
συσκευής). Η αδρή θνητότητα ήταν 39,3%. Η εμφάνιση Ν.Λ δεν
επηρέασε σε βαθμό στατιστικά σημαντικό την επιβίωση των ασθενών.
Διαπιστώθηκε συγκριτικά μεγαλύτερη διάρκεια παραμονής στη ΜΕΘ
ασθενών που ανέπτυξαν Ν.Λ έναντι αυτών που δεν είχαν (p<0,002),
καθώς και ασθενών με μεγαλύτερο αριθμό επεισοδίων Ν.Λ (0, 1 και 2
επεισόδια) (8 vs. 26,45 vs. 49,33 ημέρες, p<0,05). Τα είδη παθογόνων με
την μεγαλύτερη συχνότητα ήταν: Acinetobacter baumanii (17,6%),
Klebsiella Pneumoniae (58,8%%), Pseudomonas aeruginosa (17,6%) και
Staphylococcus aureus (6%), χωρίς να διαπιστωθεί στατιστικά σημαντική
συσχέτιση μεταξύ κατανομής παθογόνων και είδους Ν.Λ (p=0,137).
Όσον αφορά τη μικροβιακή αντοχή, στελέχη Acinetobacter και Klebsiella
εμφάνισαν τις μεγαλύτερες αντοχές. Συγκεκριμένα το Acinetobacter είχε
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ
2018
[ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ ΚΑΙ ΕΝΤΑΤΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΠΑΙΔΩΝ ΚΑΙ ΕΦΗΒΩΝ]
13
100% αντοχή στις κεφαλοσπορίνες τρίτης γενιάς και στις καρβαπενέμες
και η Klebsiella 67 % αντίστοιχα. Ένα στέλεχος Klebsiella απομονώθηκε
με αντοχή και στην κολιμυκίνη (αντοχή 11%). Από τα αντιβιοτικά που
χρησιμοποιήθηκαν, το 14,3% συνταγογραφήθηκε ως επιβεβαιωμένη με
καλλιέργεια βάση αντιβιογράμματος θεραπεία, το 85,1%% ως εμπειρική
θεραπεία και το 0,6%% ως προφύλαξη. Η πιο συχνή ένδειξη χορήγησης
αντιμικροβιακής αγωγής ήταν η Ν.Λ (p<0,05), ενώ οι συχνότερες κλινικές
εντοπίσεις λοίμωξης ήταν η πνευμονία (32,5%), η κλινική σήψη (22,7%),
η επιβεβαιωμένη μικροβιαιμία (9,1%) και η λοίμωξη ΚΝΣ στα πλαίσια
τραύματος (15,6%). Οι συχνότερα χορηγούμενες ομάδες αντιβιοτικών
ήταν: για κάλυψη Gram(+) βανκομυκίνη (7,2%) και λινεζολίδη (8,4%),
ενώ για κάλυψη Gram (-) οι καρβεπενέμες (17.5%), αναστολείς β-
λακταμάσης (7,1%), κεφαλοσπορίνες (11%), κινολόνες (5,2%) και η
κολιμυκίνη (15%).
Συμπεράσματα: Οι Ν.Λ παρατείνουν το χρόνο νοσηλείας, αλλά δεν
επηρεάζουν ανεξάρτητα την τελική έκβαση των ασθενών. Τα παθογόνα
με τις μεγαλύτερες αντοχές που αναπτύχθηκαν σε ΜΕΘ περιφερειακού
Νοσοκομείου παραμεθόριας περιοχής ήταν στελέχη Acinetobacter και
Klebsiella. Η συχνότερη ένδειξη αντιβιοτικής συνταγογράφησης
αφορούσε Ν.Λ. Παρά το γεγονός ότι χωρίς τη χρήση ηλεκτρονικού
φακέλου ασθενών η πραγματική επίπτωση των Ν.Λ σχετιζόμενων με
συσκευή δεν μπορεί επαρκώς να τεκμηριωθεί, διαπιστώνεται μεγάλο
περιθώριο βελτίωσης, μέσα από την επιτήρηση και τη λήψη μέτρων
περιορισμού και πρόληψης Ν.Λ.
|