Περίληψη |
Η ιδιοπαθής πνευμονική ίνωση (ΙΡF) είναι μια ειδική μορφή χρόνιας διάμεσης πνευμονίας που περιορίζεται στον πνεύμονα και χαρακτηρίζεται από ινοβλαστική απάντηση με ήπια μόνο σημεία φλεγμονής. Σχεδόν πάντα οδηγεί σε ινωτική αποδόμηση του πνεύμονα. Πρόσφατα βρέθηκαν μερικές γενετικές αλλοιώσεις σε μικροδορυφορικό επίπεδο που είναι πιο συχνές στη νόσο. Στην παρούσα μελέτη χρησιμοποιήσαμε 40 εκκινητές μικροδορυφορικού DNA, οι μισοί από τους οποίους βρίσκονταν σε περιοχές που απαλείφονται συχνά στον καρκίνο του πνεύμονα. Με τη βοήθεια της πολλαπλής PCR μελετήσαμε 26 δείγματα πτυέλων από ασθενείς με ΙΡF και 26 από υγιείς και τα συγκρίναμε με τα αντίστοιχα από το φλεβικό αίμα. Απώλεια ετεροζυγωτίας βρέθηκε σε 10 (38,5%) ασθενείς σε ένα τουλάχιστον τόπο ενώ κανείς από τους υγιείς δεν εμφάνιζε αλλαγές στους υπό μελέτη δείκτες. Η πλειοψηφία των αλλαγών (81,8%) βρέθηκε σε δείκτες που είχαν προηγούμενα συνδεθεί με καρκίνο πνεύμονα στις περιοχές 1p34.3, 3p21.32-p21.1, 5q32-q33.1, 9p21 και 17p13.1 όπου έχουν χαρτογραφηθεί τα γονίδια MYCL1, hMLH1, SPARC, p16Ink4 και TP53. Τα δεδομένα αυτά φωτίζουν μια άλλη πτυχή στη παθογένεση της IPF και στη σύνδεσή της με τον καρκίνο του πνεύμονα. Από την άλλη πλευρά, η πνευμονική σαρκοείδωση μοιράζεται χαρακτηριστικά τόσο της άνοσης νόσου όσο και της νεοπλασίας και παρουσιάζει αλλαγές σε μικροδορυφορικό επίπεδο σε δείγματα πτυέλων σαρκοειδικών ασθενών. Aπώλεια ετεροζυγωτίας (LOH) βρέθηκε σε 13 από τους 38 (34,2%) ασθενείς σε ένα τουλάχιστον γενετικό τόπο. Οι αλλαγές αφορούσαν δείκτες που εδράζονταν σε γονίδια του επιδιορθωτικού συστήματος κακώς ζευγαρωμένων βάσεων του DNA(MMR) hMSH2 (2p22.3-p16.1) και hMLH1 (3p21.32-p21.1), καθώς και στα γονίδια CD48 (1q21-q23) και IRF4 (6p23-p25)που συνδέονται με την ενεργοποίηση των λεμφοκυττάρων. Μικροδορυφορική αστάθεια (ΜΙΝ) παρατηρήθηκε σε πέντε περιπτώσεις (13,2%) σε ένα τουλάχιστον τόπο. Τα δεδομένα αυτά δείχνουν ότι η γενετική αστάθεια στην πνευμονική σαρκοείδωση μπορεί να οφείλεται σε ελαττώματα του MMR ενώ οι αλλαγές στους λεμφο-ειδικούς παράγοντες μπορεί να οδηγούν στο σχηματισμό κοκκιώματος.
|