Περίληψη |
Στην παρούσα διπλωματική εργασία ερευνήσαμε τον τρόπο πρόσληψης των «αρνητικών» χαρακτήρων στην παιδική λογοτεχνία και ειδικότερα σε ηλικίες 8 και 9 ετών και των δύο φύλων. Τα κείμενα πάνω στα οποία στηρίχτηκε η έρευνα μας αυτή είχαν τίτλους: Τα γενέθλια της Ινφάντα του Oscar Wilde και Σάντρα η άσχημη μάγισσα της Τόνιας Χατζηδάκη. Το κύριο ζήτημα μελέτης μας ήταν ο τρόπος πρόσληψης ενός παιδικού αναγνώσματος. Σύμφωνα με τους θεωρητικούς, Jauss, Iser, Fish και Bakhtin, η πρόσληψη που αφορά στο νόημα, που είναι δυνατόν να προσδώσει ένας αναγνώστης παιδί στο κείμενο δεν μένει ανεπηρέαστο από τις κοινωνικές-ιστορικές συμβάσεις του περιβάλλοντος, το υποκειμενικό κριτήριο που το ίδιο διαθέτει και τις αφηγηματικές συμβάσεις. Στον κόσμο της παιδικής λογοτεχνίας που μελετάμε η πρόσληψη, είναι δυνατόν να επηρεαστεί από πολλά κριτήρια όπως ο εστιασμός της προσοχής, οι αναγνωστικές προτιμήσεις, η νοημοσύνη, το συναίσθημα, η φαντασία, η αισθητική και η ηθική του παιδιού. Κάθε ένα από τα κριτήρια αυτά είναι δυνατόν να προσδώσει διαφορετικό νόημα στο κείμενο.
Το ζητούμενο μας είναι ωστόσο πιο εξειδικευμένο και αφορά την πρόσληψη του στοιχείου του «κακού», του αρνητικού χαρακτήρα. Αυτό το θεμελιώσαμε θεωρητικά από δυο πόλους, τον ψυχολογικό και τον λογοτεχνικό. Στην ψυχολογική θεώρηση του «κακού», δεν υπάρχει «κακός» χαρακτήρας αλλά αρνητικές καταστάσεις και περιβάλλοντα, συστήματα όπως μας μαρτυρούν οι θεωρητικοί Bandura, Zimbardo και Durant. Κυρίως στηρίζονται σε κοινωνικές αιτίες εμφάνισης αρνητικής συμπεριφοράς και όχι σε βιολογικούς παράγοντες. Από την άλλη μεριά τώρα η λογοτεχνία είχε περισσότερο την τάση στο παρελθόν να παρουσιάζει ταμπέλες «κακού» και «καλού» χαρακτήρα στα κείμενα της, με την αρνητικότητα να είναι έμφυτη στον χαρακτήρα και να καλλιεργείται μίσος και το αίσθημα της τιμωρίας του από τους αναγνώστες. Στην πορεία όμως εξέλιξης της παιδικής λογοτεχνίας βλέπουμε ότι το κακό αρχίζει και παρουσιάζεται διαφοροποιημένο, πιο διδακτικό, σε συσχετισμό με καλούς χαρακτήρες και γενικότερα προσπαθεί να προβάλλει και η λογοτεχνία αρνητικές καταστάσεις που οδηγούν σε αρνητικές συμπεριφορές, μέσα από αφηγηματικές τεχνικές.
Έχοντας αυτά ως θεωρητικά δεδομένα, προχωρήσαμε στην ερευνητική θεμελίωση του ζητήματος. Για να αντλήσουμε πληροφορίες για την πρόσληψη των παιδικών αναγνωσμάτων χρησιμοποιήσαμε την μεθοδολογία της ημιδομημένης συνέντευξης. Το βασικότερο ωστόσο κομμάτι που μας αφορούσε ήταν τα αποτελέσματα και η ανάλυση τους σε κατηγορίες όπως πρόεκυψε με την μέθοδο ανάλυσης περιεχομένου. Γενικότερα μέσα από την παρουσίαση των κατηγοριών αντιληφθήκαμε ότι τα παιδιά στο σύνολο τους εφαρμόζουν κάποια «στάδια» πρόσληψης προκειμένου να φτάσουν σε ένα «δημιουργικό» επίπεδο πρόσληψης, με το οποίο θα λαμβάνουν υπόψη τους περισσότερα κριτήρια προκειμένου να χαρακτηρίσουν την συμπεριφορά ενός χαρακτήρα. Έτσι αρχικά βλέπουμε ότι τα παιδιά προκειμένου να εκφράσουν τις πρώτες απόψεις τους, στηρίχθηκαν σε προκαταλήψεις, δηλαδή γνώσεις από άλλες λογοτεχνικές αναγνώσεις. Στην συνέχεια της επεξεργασίας διαπιστώσαμε ότι διατηρούσαν το στοιχείο της προκατάληψης αφού δεν μπορούσαν να δεχτούν εύκολα ότι ήταν δυνατόν ένας «αρνητικός» χαρακτήρας να κατέχει κεντρική θέση στο κείμενο, καθώς συνήθως «ο καλός» διέθετε την θέση αυτή. Καθώς οι ερωτήσεις μας εμβάθυναν σε ζητήματα των πρωταγωνιστών αλλά και άλλων δευτερευόντων χαρακτήρων, άρχιζαν σταδιακά τα υποκείμενα να έχουν πιο σφαιρική άποψη και άρχιζαν να προσθέτουν περισσότερα κριτήρια για να απαντήσουν, όπως το αίσθημα της αδικίας (ηθικής), πρότυπα συμπεριφοράς, συναισθήματα που παρατηρούσαν, κινήσεις φιγούρες κλπ. Αυτό που εντοπίσαμε είναι ότι τα υποκείμενα μας ακολουθούσαν σταδιακά ορθούς συλλογισμούς και η διαδικασία πρόσληψης ήταν με ένα πιο αποστασιοποιημένο και κριτικό μάτι. Ιδιαίτερης προσοχής είναι το γεγονος ότι κατά την διαδικασία πρόσληψης τα υποκείμενα χρησιμοποιούσαν διάφορους ψυχολογικούς παράγοντες προκειμένου να απαντήσουν, όπως την φαντασία, την ηθική, την αισθητική, το συναίσθημα, τις νοητικές διαδικασίες, πράγμα που μας κάνει να αντιληφθούμε ότι η πρόσληψη δεν είναι αποκομμένη και ανεξάρτητη από την ψυχοσύνθεση του υποκειμένου, για αυτό και το νόημα αποκτά μία μοναδικότητα. Ωστόσο, όσο εμβάθυναν τα υποκείμενα στις συμπεριφορές των χαρακτήρων και μελετούσαν διαφορά στοιχεία τους, εντόπιζαν και θετικές και αρνητικές συμπεριφορές. Έτσι αρκετά υποκείμενα σε μεγάλο ποσοστό 80% κατάληξαν ότι ενδεχομένως δεν μπορούν να τους χαρακτηρίσουν απόλυτα «αρνητικούς» χαρακτήρες. Έτσι η πρόσληψη κατευθύνθηκε προς την ψυχολογική θεώρηση του ζητήματος, που υποστηρίζει ότι οι αρνητικές συμπεριφορές είναι αποτέλεσμα πολυπαραγοντικών λανθασμένων, καταστάσεων σε ένα σύστημα κοινωνικών συμπεριφορών.
|