Περίληψη |
Η διπλωματική εργασία επικεντρώνεται στο έργο του John McDowell, και συγκεκριμένα το magnum opus του Ο Νους και ο Κόσμος. Το βασικό ερευνητικό ερώτημα αφορά τη δυνατότητα και τις συγκεκριμένες αρθρώσεις μιας μέσης οδού μεταξύ του καρτεσιανού δυισμού νου και κόσμου και μιας λιγότερο ή περισσότερο «ωμής» φυσιοκρατίας, η οποία αποτελεί την κυρίαρχη φιλοσοφική θεώρηση στην σύγχρονη αναλυτική φιλοσοφία. Ειδικότερα, επιχείρησα να εξετάσω τη δυνατότητα του τρίτου αυτού δρόμου μέσα από την πρόσληψη και την ερμηνεία από τον McDowell του έργου των Kant και Hegel, δεδομένου ότι οι δύο τελευταίοι φιλόσοφοι εκφράζουν φιλοσοφικές θέσεις που σκοπό έχουν να διατηρήσουν τόσο ένα στοιχείο απεύθυνσης στο πως είναι ο κόσμος, τα πράγματα όσο και την εγγενή ορθολογικότητα του «χώρου των λόγων», για να χρησιμοποιήσουμε τη σελλαρσιανή ιδιόλεκτο. Το ουσιώδες στοιχείο στη θεώρηση του McDowell, εντούτοις, κατά την αντίληψη που υιοθετείται στην παρούσα εργασία, είναι ένας βιττγκενσταινικής προέλευσης ησυχασμός, ο οποίος αποτελεί μια εν δυνάμει πηγή έντασης με τις συστηματικού χαρακτήρα, a priori θέσεις των Γερμανών Ιδεαλιστών όσον αφορά την επίλυση του προβλήματος της σχέσης νου και κόσμου. Ο ησυχασμός του McDowell συνεπάγεται μια ανθρωπολογική φυσιοκρατία της Δεύτερης Φύσης, η οποία υπονομεύει τη διακηρυγμένη σύμπτωση ιδεαλισμού και ρεαλισμού του κοινού νου. Καταληκτικά, ισχυρίζομαι ότι η προσέγγιση του McDowell υπόκειται σε μια
| 3
«διαλεκτική» αντίθεση η οποία μπορεί να εκφραστεί ως ακολούθως: αν ο φιλόσοφος επιθυμεί να διατηρήσει τη σύμπτωση ιδεαλισμού και ρεαλισμού θα όφειλε πιθανότατα να επαναθεωρήσει τη θεώρηση περί υποκειμένου και να την «εμπλουτισμένη» φυσιοκρατία του, εναλλακτικά, θα μπορούσε να διατηρήσει τη θεώρηση του υποκειμένου ως ενσώματο, αλλά να χάσει τη σύμπτωση. Ως αποτέλεσμα, θεωρώ πως η πρόσληψη από τον McDowell της εγελιανής κριτικής στον Kant είναι ελλιπής, καθώς δεν επιτυγχάνει να αναγνωρίσει το μετα-κριτικό και οντολογικό πυρήνα που ουσιωδώς περιέχει.
|