Περίληψη |
Τα ιατρικά επιτεύγματα και η ανάπτυξη της ιατρικής τεχνολογίας
αποτελούν κοινούς τόπους εκπλήρωσης των προσδοκιών, τόσο από την πλευρά
των ιατρών και των επιστημόνων, όσο και των απλών ανθρώπων-ασθενών, για
επιμήκυνση της ζωής όσο το δυνατόν περισσότερο. Ωστόσο, αυτού του είδους η
αντιμετώπιση της υγείας και της ζωής δε μπορεί, εύλογα, να καλυφθεί στο
έπακρο της, καθώς η ύπαρξη ανίατων ασθενειών, όπου αποτελούν και το
μεγαλύτερο ποσοστό αιτίας θανάτου για το σύγχρονο κόσμο, αναδεικνύει την
αναγκαιότητα μιας πιο προσεκτικής και σημαντικής διαχείρισης αυτών των
περιπτώσεων.
Το κοινό στοιχείο, που διακρίνει τις εν λόγω περιπτώσεις, είτε οδηγούν σε
σταδιακή αποδυνάμωση του οργανισμού (καρκίνος, νεφρική ανεπάρκεια,
Alzheimer) είτε σε αιφνίδια πρόκληση θανάτου (καρδιακή ανεπάρκεια), είναι το
γεγονός ότι πρόκειται για μια κατηγορία ασθενειών που οδηγούν το πάσχον
άτομο σε μη αναστρέψιμη κατάσταση, με μόνη βεβαιότητα την αποδοχή και
αναμονή της επικείμενης κατάληξης του. Συγκεκριμένα, «οι ασθενείς τελικού
σταδίου1» θεωρούνται όσοι βρίσκονται σε μια μη αναστρέψιμη ή μη θεραπεύσιμη
κατάσταση που πιθανότατα να οδηγήσει σε θάνατο, εντός ενός σύντομου
χρονικού διαστήματος (ένας χρόνος) με ή χωρίς ιατρική παρέμβαση. Ως προς την
ίδια την ασθένεια που καθιστά ένα άτομο «τελικού σταδίου», η απόδοση του
ορισμού της εμπεριέχει την κατάσταση εκείνη, η οποία είναι ιατρικώς
επιβεβαιωμένη ως μη θεραπεύσιμη και μη αναστρέψιμη, οδηγώντας τον ασθενή
σε θάνατο μέσα σε διάστημα έξι μηνών περίπου. Στη βάση όλων αυτών, λοιπόν,
τα εκάστοτε συστήματα υγείας, η πολιτειακή και νοσοκομειακή πολιτική
ορισμένων χωρών αρχίζουν σταδιακά να προσανατολίζονται διαφορετικά, ως
προς τον τρόπο αντιμετώπισης της ασθένειας, καθώς επίσης και της ηθικής
κάλυψης του ατόμου2.
1 Margaret A. Drickamer, MD; Melinda A. Lee, MD; and Linda Ganzini, MD, 1997, “Practical Issues
in Physician-Assisted Suicide”, Annals of Internal Medicine, 126(2), p. 148
2 Diane E. Meier, R. Sean Morrison, Christine K. Cassel, 1997, “Improving Palliative Care”, Annals of
Internal Medicine”, p. 225-230
Παλαιότερα, όπως και σήμερα βέβαια, προτεραιότητα δινόταν στη μέχρι
τέλους επιθετική ιατρική ή θεραπεία που είχε εξίσου άμεση επίδραση στην
σωματική και ψυχική εξάντληση του ατόμου-ασθενή. Πλέον, η όλο και
αυξανόμενη διάδραση και εξοικείωση της κοινής γνώμης με τα ιατρικά δεδομένα
και η σταδιακή ενδυνάμωση του ρόλου του ασθενούς και του περιβάλλοντος του
στον τρόπο λήψης αποφάσεων, έφερε στο προσκήνιο, πέραν των καθηκόντων
και της ισχύς του ιατρού (μέσω του κώδικα ιατρικής δεοντολογίας), και την ισχύ
των ασθενών (μέσω κατοχυρωμένων δικαιωμάτων). Κατ’ αυτό τον τρόπο, έχει
καταστεί αυτονόητο το γεγονός ότι ο ασθενής δε θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως
το απείκασμα ή η έκφραση μιας αρρώστιας, αλλά ως ένας φορέας βούλησης,
συναισθημάτων και επιθυμιών.
Γι’ αυτό το λόγο και αρχίζει και αναδύεται μια άλλου τύπου φροντίδα εντός
των νοσοκομειακών πλαισίων που επικεντρώνεται στην παροχή φροντίδας
υγείας σε ασθενείς κατά το τελευταίο στάδιο της ζωής τους (end-of-life care,
terminal care). Αυτή η στροφή οφείλεται στο ότι ανεξάρτητα από τις πολιτισμικές
καταβολές μας, οι περισσότεροι άνθρωποι επιθυμούν να έχουν έναν
«αξιοπρεπή» θάνατο. Αυτό το αίτημα ή η επιθυμία εκφράζεται από τους ασθενείς
ποικιλοτρόπως και πάντα σε συνάρτηση με το πεδίο παροχής υπηρεσιών
φροντίδας υγείας σε τελικό στάδιο, καθώς κάθε νοσοκομειακή μονάδα ή ιατρική
ομάδα ακολουθεί και διαφορετική τακτική. Για παράδειγμα, σε αρκετά νοσοκομεία
οι αποφάσεις των γιατρών, που αφορούν την αντιμετώπιση ατόμων που
βρίσκονται στο τελικό στάδιο της ζωής τους, βασίζονται στις τακτικές της
διατήρησης της ζωής3 (life sustaining treatment) withdrawing treatment4
(ενεργή διακοπή της διατήρησης της ζωής σε ασθενείς μη αναστρέψιμης
κατάστασης) και της withholding treatment(μη αύξηση των προσπαθειών
διατήρησης της ζωής του ασθενούς, συμπεριλαμβανομένης και της κατάταξης των
ατόμων σε κατηγορίες για non CPRs ή DNRs-Do Not Resuscitate ). Ακόμα και,
όπου το επιτρέπει το θεσμικό και νομικό πλαίσιο της χώρας, της πρακτικής της
ευθανασίας ή της ιατρικώς υποβοηθούμενης αυτοκτονίας, π.χ. Ολλανδία.
3 Gerhild Becker, MD, MTh, Robert Sarhatic, Msc, Manfred Olschewski, Msc, Carola Xander, Msc,
Felix Momm, MD, and Hubert E. Blum, MD, University Hospital Freiburg, 2007, “End-of-Life Care
in Hospital: Current Practice and Potentials for Improvement”, Journal of Pain and Symptom
Management, 33(6), p. 713
4 Charles L. Sprung, MD, Simon L. Cohen, MD, Peter Sjokvist, MD, Mario Baras, PhD, Hans-Henrik
Bulow, MD, Seppo Hovilehto, MD, Didier Ledoux, MD, Anne Lippert, MD, Paulo Maia, MD, Dermot
Phelan, MD, Wolfgang Schobersberger, MD, Elisabet Wennberg, MD, PhD, Tom Woodcock, MB, BS
for the Ethicus Study Group, 2003, “End-of-Life Practices in European Intensive Care Units-The
Ethicus Study”, JAMA, 290(6), p. 791
Στην παρούσα διπλωματική εργασία στόχος της είναι να θέσει έναν
κεντρικό προβληματισμό σε ό,τι αφορά την ειδική και ευαίσθητη κατηγορία των
ασθενών τελικού σταδίου που εντοπίζονται σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες,
των αντίστοιχων δομών ή υποδομών παροχής φροντίδας υγείας σε αυτή την
ομάδα ατόμων κατά το τέλος της ζωής τους (end-of-life care, terminal care), τόσο
σε νοσοκομειακό (intensive care unit, palliative care, DNR, euthanasia or
assisted suicide) όσο και σε πολιτικοκοινωνικό επίπεδο (hospice care, home
care, supportive care) και τέλος, των βιοηθικών ζητημάτων που ανακύπτουν σε
σχέση με την επιλογή των εκάστοτε μορφών φροντίδας υγείας. Ως τέτοια
μπορούν να θεωρηθούν η προάσπιση ή προσβολή ηθικών αξιών του ασθενούς,
η διανεμητική δικαιοσύνη (πολιτικοοικονομικοί παράγοντες), όσον αφορά τον
τρόπο παροχής υπηρεσιών φροντίδας υγείας, αλλά και των κοινωνικών
συνθηκών που επηρεάζουν τις αποφάσεις των ιατρών και των ασθενών στο
τρόπο διεξαγωγής της φροντίδας των τελευταίων στο τελικό στάδιο της νόσου
τους.
|