Περίληψη |
Είναι γνωστός ο ρόλος της βιταμίνης D στην ομοιόσταση του ασβεστίου και του
φωσφόρου, καθώς και οι συνέπειες της ανεπάρκειάς της στον οργανισμό του ανθρώπου
και ιδιαίτερα στον σκελετό των παιδιών (ραχίτις), αλλά και των ενηλίκων (οστεομαλακία-
οστεοπόρωση).
Λιγότερο γνωστή είναι η σημασία της βιταμίνης D στην λειτουργία του μυϊκού
συστήματος και η σχέση της ανεπάρκειάς της με την ελάττωση της μυϊκής ισχύος και τις
πτώσεις, οι οποίες συχνά προκαλούν κατάγματα ισχίου στους ηλικιωμένους.
Επιδημιολογικές έρευνες έχουν δείξει ότι η ανεπάρκεια της βιταμίνης D είναι συχνή στους
ηλικιωμένους, ιδιαίτερα σε αυτούς που μένουν μόνιμα μέσα στο σπίτι ή σε ιδρύματα,
καθώς και στους ασθενείς με κάταγμα ισχίου.
Έχει διαπιστωθεί ότι η έντονη και χρόνια ανεπάρκεια της βιταμίνης D οδηγεί σε ελάττωση
της μυϊκής ισχύος, λόγω επηρεασμού της ωρίμανσης και λειτουργίας των μυϊκών
κυττάρων με αποτέλεσμα την αύξηση της συχνότητας των πτώσεων και των καταγμάτων -
ιδιαίτερα του ισχίου – που προκαλούνται από αυτές.
Έρευνες σε ευρωπαϊκές χώρες έχουν δείξει επίσης ότι τα αυχενικά κατάγματα του ισχίου
είναι συχνότερα από τα διατροχαντήρια στις χώρες της βόρειας Ευρώπης, ενώ το αντίθετο
συμβαίνει στις χώρες της νότιας Ευρώπης και της Μεσογείου, όπου έχουν επίσης βρεθεί τα
χαμηλότερα επίπεδα 25 (ΟΗ) D στον ορό μεταξύ των ηλικιωμένων κατοίκων των χωρών
της Ευρώπης.
Σκοποί αυτής της εργασίας ήταν η διερεύνηση των επιπέδων της 25 (ΟΗ) D στον ορό
ηλικιωμένων περιπατητικών κατοίκων της Κρήτης, της σχέσης των επιπέδων αυτών με την
ισχύ του τετρακέφαλου μυός καθώς και της πιθανής τους σχέσης με τον τύπο του
κατάγματος ισχίου ( αυχενικό vs διατροχαντήριο κάταγμα ισχίου )
Στο πρώτο τμήμα της έρευνας, μετρήθηκαν τα επίπεδα της 25 (ΟΗ) D στον ορό σε 101
περιπατητικά άτομα, 70 γυναίκες και 31 άντρες, ηλικίας 65 ετών και άνω, οι οποίοι
επιλέχθηκαν από τα ΚΑΠΗ Ηρακλείου Κρήτης, με αυστηρά κριτήρια συμμετοχής.
Μετρήθηκαν ο δείκτης σωματικής μάζας (ΒΜΙ, kg/m2), ο βαθμός κινητικότητας, ο τύπος
της καθημερινής δίαιτας, ο αριθμός των πτώσεων το προηγούμενο έτος, ο τύπος των
ενδυμάτων και ο χρόνος έκθεσης στο ηλιακό φως.
Μετρήθηκαν επίσης οι τιμές της 25 (ΟΗ) D στον ορό με τη χρήση της μεθόδου OCTEIA
25 (OH) D με τιμές αναφοράς 48-144 nmol/l και της παραθορμόνης (PTH) με τη χρήση
της ανοσοραδιομετρικής μεθόδου ELSA PTH, με τιμές αναφοράς 15-65 pg/ml.
1. Η μέση τιμή της 25 (ΟΗ) D στον ορό ήταν 51,46 ± 27,32 nmol/l στις γυναίκες και
71,7 ± 28,65 στους άνδρες.
2. Το 35,4% των ανδρών και το 51,4% των γυναικών είχαν 25 (ΟΗ) D στον ορό < 50
nmol/l, ενώ το 10% των ανδρών και το 30% των γυναικών είχαν 25 (ΟΗ) D στον
ορό 7lt; 30 nmol/l.
3. Η μέση τιμή της PTH στον ορό ήταν 59,77 ± 28,92 pg/ml στις γυναίκες και 63,91±
24,82 στους άνδρες.
4. Δεν διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά των επιπέδων της PTH μεταξύ
των γυναικών με μέση τιμή 25 (ΟΗ) D στον ορό <30 nmol/l και εκείνων με μέση
τιμή της 25 (ΟΗ) D στον ορό ≥ 30 nmol/l.
Το υψηλό ποσοστό των συμμετεχόντων στην έρευνα, ιδιαίτερα των γυναικών, με
ανεπάρκεια βιταμίνης D θα πρέπει να αποδοθεί 1) στην περιορισμένη έκθεση στο ηλιακό
112
φως, λόγω της χρήσης ενδυμάτων που κάλυπταν όλο το σώμα εκτός του προσώπου, από
τον Οκτώβριο μέχρι τον Μάιο 2) στη διάθεση περιορισμένου χρόνου για την εκτός οικίας
φυσική δραστηριότητα και 3) στη μη χρήση τροφίμων εμπλουτισμένων με βιταμίνη D.
Στο δεύτερο μέρος αυτής της έρευνας, διερευνήθηκε η πιθανή συσχέτιση μεταξύ των
επιπέδων της 25 (ΟΗ) D στον ορό και της ισχύος του τετρακεφάλου μηριαίου μυός σε
ομάδα 48 περιπατητικών ατόμων, 13 ανδρών και 35 γυναικών, ηλικίας 65 ετών και άνω.
Επιλέξαμε τον τετρακέφαλο μηριαίο μυ, γιατί είναι ένας από τους σημαντικότερους μύες
που «φέρουν βάρος» και η εξασθένησή του δημιουργεί προβλήματα στήριξης του σώματος
που επηρεάζουν αρνητικά την όρθια στάση και τη βάδιση και προδιαθέτουν σε
τραυματικές πτώσεις, συχνές στους ηλικιωμένους.
Η ισχύς του τετρακεφάλου μετρήθηκε ισομετρικά με τη χρήση του μηχανήματος Cybex
6000, με το γόνατο σε κάμψη 60º και 90º.
1. Η μέση τιμή της 25 (ΟΗ) D στον ορό ήταν υψηλότερη στους άνδρες σε σχέση με
τις γυναίκες ( 76.00 ± 34.73 nmol/l στους άνδρες vs 49,11 ± 29.78 nmol/l στις
γυναίκες).
2. Το 15% των ανδρών και το 60% των γυναικών είχαν επίπεδα της 25(ΟΗ) D στον
ορό μικρότερα < 50 nmol/l.
3. Διαπιστώθηκε θετική συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων της 25 (ΟΗ) D στον ορό και
της ισχύος σε Νm του τετρακεφάλου μηριαίου μυός.
Η διαπίστωση της ύπαρξης θετικής συσχέτισης μεταξύ των επιπέδων της 25 (ΟΗ) D στον
ορό και της μυϊκής ισχύος στα ηλικιωμένα περιπατητικά άτομα που μετείχαν στην έρευνα
δείχνει ότι και στην Κρήτη, παρά την μεγάλη ηλιοφάνεια, υπάρχει ο κίνδυνος
υποβιταμίνωσης D και των συνεπειών της στη λειτουργία του μυϊκού συστήματος.
Επομένως, συνιστάται περισσότερη εκτός οικίας φυσική δραστηριότητα, σε συνδυασμό με
τη χρήση τροφίμων ενισχυμένων με βιταμίνη D ή η χορήγηση βιταμίνης D στους
ηλικιωμένους κατοίκους της Κρήτης, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
Στο τρίτο μέρος της έρευνας, μετρήθηκαν, κατά την εισαγωγή τους στο νοσοκομείο, τα
επίπεδα της 25 (ΟΗ) D στον ορό 53 γυναικών, ηλικίας 65 ετών και άνω, με κάταγμα
ισχίου.
Σε αυτήν την έρευνα εξετάσαμε εάν, κατά την εισαγωγή τους στο νοσοκομείο, τα επίπεδα
της 25 (ΟΗ) D σε ασθενείς με κάταγμα ισχίου σχετίζονται όχι μόνο με τα κατάγματα
ισχίου γενικά, αλλά και με τον τύπο του κατάγματος ισχίου, δηλαδή εάν υπάρχει ειδική
συσχέτιση με τα αυχενικά είτε με τα διατροχαντήρια κατάγματα του ισχίου.
Η υπόθεσή μας βασίστηκε στο γεγονός ότι στις μεσογειακές χώρες τα διατροχαντήρια
κατάγματα είναι συχνότερα από τα αυχενικά κατάγματα ισχίου, ενώ συμβαίνει το αντίθετο
στις χώρες της βόρειας Ευρώπης.
Πενήντα τρεις γυναίκες, ηλικίας 65 ετών και άνω, 29 με διατροχαντήριο και 24 με
αυχενικό κάταγμα ισχίου, και 70 γυναίκες χωρίς κάταγμα που χρησιμοποιήθηκαν ως
μάρτυρες συμμετείχαν σε αυτήν την έρευνα.
1. Δεν διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά των επιπέδων PTH, κρεατινίνης,
ασβεστίου και φωσφόρου μεταξύ των ομάδων των ασθενών με διατροχαντήρια και
αυχενικά κατάγματα.
2. Οι γυναίκες με διατροχαντήρια κατάγματα είχαν σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα 25
(ΟΗ) D στον ορό, σε σύγκριση με εκείνες με αυχενικά κατάγματα ισχίου (35,9
nmol/l vs 55,2 nmol/l) p=0.015, ενώ δεν υπήρχε διαφορά στα επίπεδα της 25(ΟΗ)D
113
στον ορό μεταξύ της ομάδας γυναικών με αυχενικό κάταγμα και της ομάδας των
μαρτύρων ( 55,2 ± 26,2 nmol/l vs 51,3 ± 28,9 nmol/l).
Από ό,τι είμαστε σε θέση να γνωρίζομε, είναι η πρώτη φορά που περιγράφεται τέτοιος
συσχετισμός, γι’ αυτό χρειάζεται περαιτέρω επιβεβαίωση και διευκρίνιση των
παθοφυσιολογικών μηχανισμών που εμπλέκονται σε αυτόν.
|