Περίληψη |
Σκοπός: Ο σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση των γνώσεων, των στάσεων και των πρακτικών των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Περιφέρεια Κρήτης σχετικά με τη διαχείριση των περιπτώσεων παιδικής κακοποίησης και παραμέλησης.
Μεθοδολογία: Η παρούσα μελέτη πραγματοποιήθηκε μέσω του google forms σε δείγμα 73 εκπαιδευτικών, ηλικίας 20 – 63 ετών, Α’ θμιας και Β’ θμιας εκπαίδευσης στη Περιφέρεια Κρήτης. Η μέθοδος για τη διεξαγωγή της παρούσας έρευνας ήταν η ποσοτική, με τη δειγματοληψία ευκολίας διαθέσιμου δείγματος. Η προσέγγιση των συμμετεχόντων της εκάστοτε Περιφερειακής Ενότητας γινόταν μέσω πρόσκλησης συμμετοχής στη διαδικτυακή έρευνα, σε ηλεκτρονικές Δ/νσης Εκπαίδευσης καθώς και μέσω των συλλογικών οργάνων των εκπαιδευτικών στην Περιφέρεια Κρήτης. Το ερωτηματολόγιο αποτελούνταν από 29 ερωτήσεις ανοιχτού και κλειστού τύπου όπου περιλάμβανε τα δημογραφικά – εργασιακά χαρακτηριστικά, γνώσεις και στάσεις των εκπαιδευτικών σε θέματα παιδικής κακοποίησης και παραμέλησης, στρατηγικές αντιμετώπισης των κακοποιημένων παιδιών από τους εκπαιδευτικούς καθώς και ενέργειες που ακολούθησαν σε περίπτωση υποψίας .
Αποτελέσματα: Αναφορικά με τα αποτελέσματα της έρευνας η πλειοψηφία των συμμετεχόντων εκπαιδευτικών ήταν γυναίκες (n=54, 74%) και διορισμένοι σε μόνιμοι θέση 45,7%, η πλειοψηφία διέθετε ένα πτυχίο (86,1%) και μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών (82,6%) και ανεφεραν προϋπηρεσία απο 1 έως και 36 έτη σε σχολικές μονάδες. Παράλληλα λιγότεροι από 1 στους 2 είχαν παρακολουθήσει και σεμινάρια επιμόρφωσης περί κακοποίησης και παραμέλησης των παιδιών – μαθητών ( 42,5% ).
Από τα αποτελέσματα της επαγωγικής στατιστικής διαπιστώνεται η επίδραση των ατομικών χαρακτηριστικών (κοινωνικοδημογραφικά χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικά της εκπαίδευσης, χαρακτηριστικά της εργασίας) των εκπαιδευτικών στις γνώσεις τους για την παιδική κακοποίηση (1ο ερευνητικό ερώτημα), στις στάσεις τους (2ο ερευνητικό ερώτημα) και στις πρακτικές τους (3ο ερευνητικό ερώτημα). Ως προς τις γνώσεις, το φύλο, η ηλικία, η οικογενειακή κατάσταση, τα έτη προϋπηρεσίας, η σχέση εργασίας, το είδος των προπτυχιακών σπουδών και η κατοχή δεύτερου πτυχίου και μεταπτυχιακού τίτλου, διαφοροποιούν τους εκπαιδευτικούς σε στατιστικώς σημαντικό επίπεδο ώς προς τις γνώσεις τους σε συγκεκριμένα θέματα που αφορούν την αναγνώριση και διαχείρισης της κακοποίησης. Αντίθετα, φαίνεται πως η παρακολούθηση κάποιου επιμορφωτικού σεμιναρίου αναφορικά με την παιδική κακοποίηση είναι ανεξάρτητη από τις απαντήσεις που δίνουν οι εκπαιδευτικοί στις δηλώσεις που αφορούν τη γνώση γύρω από την παιδική κακοποίηση.
Ως προς τις στάσεις, η ηλικία, η οικογενειακή κατάσταση, τα έτη προϋπηρεσίας, το είδος των προπτυχιακών σπουδών και η κατοχή δεύτερου τίτλου και μεταπτυχιακού τιτλου φαίνεται να διαφοροποιεί τους εκπαιδευτικούς ως προς τις στάσεις τους για την παιδική κακοποίηση. Το φύλο, η ύπαρξη παιδιών η σχέση εργασίας, και η παρακολούθηση σεμιναρίων δε βρέθηκε να διαφοροποιεί σημαντικά τις απόψεις των εκπαιδευτικών ως προς την παιδική κακοποίηση.
Ως προς τις στρατηγικές αντιμετώπισης της παιδικής κακοποίησης, η ηλικία, η ύπαρξη τέκνων, τα έτη προϋπηρεσίας, η σχέση εργασίας, και το είδος των προπτυχιακών σπουδών βρέθηκαν να διαφοροποιούν τις πρακτικές των εκπαιδευτικών σε σχέση με τη διαχείριση της παιδικής κακοποίησης. Το φύλο βρέθηκε να είναι ανεξάρτητο από τις στρατηγικές που εφαρμόζουν οι εκπαιδευτικοί.
Συμπεράσματα: Η παρούσα μελέτη καταδεικνύει τα ατομικά χαρακτηριστικά των εκπαιδευτικών που τείνουν να υιοθετούν γνώσεις, στάσεις, και πρακτικές που δυσχεραίνουν την αναγνώριση και διαχείριση της παιδικής κακοποίησης. Τα ευρήματα είναι σημαντικά για την ανάπτυξη παρεμβάσεων που θα συμβάλουν στην βελτίωση των γνώσεων και δεξιοτήτων των εκπαιδευτικών και στην καλύτερη διαχείριση των περιπτώσεων στη σχολική κοινότητα.
|