Περίληψη |
Εισαγωγή: Η πανδημία COVID -19 αποτελεί αντικείμενο μελέτης πολυάριθμων ερευνών από την στιγμή εμφάνισής της τόσο για τις άμεσες συνέπειες κατά τη διάρκεια της νόσησης όσο και για τις επιπλοκές που παραμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την αρχική λοίμωξη. Προκύπτει έτσι μία νέα οντότητα, το σύνδρομο post-COVID που περιγράφει την εμμένουσα συμπτωματολογία εβδομάδες ή μήνες μετά την οξεία φάση της νόσου, χωρίς αυτή να μπορεί να αποδοθεί σε εναλλακτική διάγνωση. Εμφανίζεται τρεις με τέσσερις εβδομάδες μετά τη λοίμωξη, εμμένει για τουλάχιστον δύο μήνες και μπορεί να επηρεάσει όλα τα συστήματα του οργανισμού. Η ποικιλομορφία στις κλινικές εκδηλώσεις επηρεάζει την ποιότητα ζωής των ασθενών και μειώνει τη λειτουργικότητά τους καθιστώντας δύσκολη την άμεση και ομαλή επανένταξή τους στην καθημερινότητα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον ενέχει η έκπτωση των γνωσιακών λειτουργιών που συχνά παρατηρείται σε όσους νόσησαν από COVID-19.
Σκοπός: Κύριος σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η διερεύνηση της post-COVID επίδρασης στην ποιότητα ζωής και τις γνωσιακές λειτουργίες νοσούντων από COVID-19 οι οποίοι είχαν νοσηλευθεί κατ’ οίκον στην κλινική COVID ή σε ΜΕΘ-COVID. Επίσης θα διερευνηθεί η συσχέτιση των ανωτέρω με τη βαρύτητα νόσησης, την εμβολιαστική κάλυψη (πλήρης, μερική, καθόλου) και την παρουσία συννοσηροτήτων.
Μεθοδολογία: Πρόκειται για προοπτική μελέτη καταγραφής ασθενών που παρακολουθήθηκαν στο Τακτικό Ιατρείο ‘’post-COVID’’ στο Βενιζέλειο Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου, μετά από λοίμωξη COVID-19 από τον Ιούνιο έως το Δεκέμβριο του έτους 2022. Αξιολογήθηκε η ποιότητα ζωής των ασθενών όπως αυτή προκύπτει από το ΕQ-5D score (EQ-5D-5L , ΕQ-VAS) και των γνωσιακών δυσλειτουργιών τους με βάση το Μini Mental Score Examination (MMSE) σε διάστημα ενός έως έξι μηνών μετά τη νόσηση. Το EQ-5D είναι ένα γενικό όργανο μέτρησης της ποιότητας ζωής το οποίο αποτελείται από δύο διακριτά εργαλεία: το περιγραφικό σύστημα (EQ-5D-5L) και την οπτική αναλογική κλίμακα (EQ-VAS). Το MMSE είναι ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο τεστ γνωσιακής λειτουργικότητας. Περιλαμβάνει τεστ προσανατολισμού, προσοχής, μνήμης, γλώσσας και οπτικο-χωρικών αντιλήψεων. Ακόμη έγινε καταγραφή και ανάλυση συσχετίσεων δημογραφικών στοιχείων όπως: ηλικία, φύλο, επάγγελμα, τόπος, λοιπές νοσηρότητες, ημερομηνία νόσησης και ημερομηνία προσέλευσης στο Ιατρείο post-COVID καθώς και κλινικο-εργαστηριακών στοιχείων όπως: τύπος οξυγονοθεραπείας, επιπλοκές, διάρκεια και τύπος νοσηλείας (θάλαμος, ΜΕΘ), εμβολιασμός. Κριτήρια αποκλεισμού αποτέλεσαν προϋπάρχοντα κινητικά προβλήματα, ψυχιατρικές νόσοι και γνωσιακά ελλείματα. Τα δεδομένα που συλλέχθηκαν καταχωρήθηκαν ηλεκτρονικά σε βάση δεδομένων Microsoft Excel. Η ανάλυση των δεδομένων έγινε με κατάλληλο λογισμικό (SPSS 29).
Αποτελέσματα: Στην παρούσα μελέτη συμπεριλήφθηκαν 250 ασθενείς από τους οποίους η πλειοψηφία ανέφερε post-COVID συμπτωματολογία έως και τον έκτο μήνα επανεκτίμησης (70,1-88,3%). Το 65,2% των συμμετεχόντων είχε συννοσηρότητες. Βαρύτερη νόσο και ανάγκη για νοσηλεία σε θάλαμο Κλινικής COVID ή ΜΕΘ παρουσίασαν ασθενείς με συννοσηρότητα (32,5% και 3,1% αντίστοιχα) καθώς και >50% των ανεμβολίαστων ασθενών.
Η μέση τιμή στην κλίμακα ποιότητας υγείας EQ-VAS για τον πρώτο μήνα ήταν σημαντικά χαμηλή στους ασθενείς με σοβαρή ή κρίσιμη νόσο (70%) και σε όσους νοσηλεύτηκαν σε ΜΕΘ ή Κλινική COVID (70%). Σημαντική ανισοκατανομή παρατηρείται στην αξιολόγηση της ποιότητας ζωής με τη χρήση του ερωτηματολογίου ΕQ-5D-5L στις επιμέρους υποομάδες, με τα μεγαλύτερα προβλήματα να σημειώνονται από το γυναικείο φύλο και τους συμμετέχοντες με συννοσηρότητες και να αφορούν στην πλειοψηφία τους τομείς πόνος/δυσφορία και άγχος/θλίψη.
Από τις επί μέρους μεταβλητές του MMSE score, o προσανατολισμός, η συγκέντρωση, η ανάκληση και η γλώσσα, ήταν σημαντικά μειωμένες σε ασθενείς με παθολογικά scores (<25) συγκριτικά με ασθενείς με υψηλότερα scores. H άμεση μνήμη δεν είχε επηρεασθεί και δεν διέφερε μεταξύ των δύο ομάδων. Τα αποτελέσματα επηρεάστηκαν από την αύξηση της βαρύτητας της νόσου και αναβάθμιση του τύπου νοσηλείας. Ανεξάρτητα με τα EQ-VAS και EQ-5D-5L score συσχετίσθηκε η παρουσία συμπτωμάτων post-COVID τον 1ο μήνα.
Συμπεράσματα: Η παρουσία συννοσηροτήτων και συμπτωμάτων post-COVID τον 1ο μήνα καθώς και η βαρύτερη νόσηση (σοβαρή ή κρίσιμη νόσος) με ανάγκη για αναβαθμισμένου τύπου νοσηλεία αποτελούν προγνωστικούς δείκτες για πτωχή ποιότητα ζωής και εμφάνιση γνωστικών δυσλειτουργιών μετά τη νόσο COVID-19.
|