Περίληψη |
Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση της λειτουργικής
συνδετικότητας στη σχιζοφρένεια, κατά τη διάρκεια λειτουργίας της ενεργού μνήμης,
με χρήση μεθόδων ανάλυσης χρονοσειρών (γραμμικών και μη-γραμμικών) και
εργαλείων προερχόμενων από τη θεωρία των γράφων. Η προσέγγιση του
ερωτήματος επιχειρήθηκε με την ανάλυση ηλεκτροεγκεφαλογραφικών καταγραφών,
τόσο κατά τη διάρκεια δοκιμασίας ενεργού μνήμης (δύο-πίσω επίπεδο δυσκολίας
της δοκιμασίας ν-πίσω), όσο και κατά τη διάρκεια δύο δοκιμασιών ελέγχου
(ενεργοποίησης και ηρεμίας).
Ειδικότερα, επιχειρήθηκε να δοθούν απαντήσεις στα ακόλουθα ερωτήματα:
α) Διαπιστώνεται διαταραχή της λειτουργικής συνδετικότητας στο φλοιϊκό δίκτυο
πασχόντων από σχιζοφρένεια, όπως αυτή εκφράζεται με διάρρηξη της τοπολογίας
δικτύων μικρόκοσμού; β) Τυχόν υπάρχουσες διαφορές μεταξύ ασθενών και
μαρτύρων, στην έκφραση ιδιοτήτων δικτύων μικρόκοσμου, οφείλονται στη νόσο ή σε
διαφορές επίδοσης στη δοκιμασία και τελικά σε διαφορές στο δείκτη λεκτικής
ευφυΐας;
Υλικό και Μέθοδος: αναλύσαμε ΗΕΓ δεδομένα από: μια ομάδα 20
πασχόντων από σχιζοφρένεια οι οποίοι είχαν ικανοποιητική επίδοση στη δοκιμασία
ενεργού μνήμης, μια ομάδα 20 μαρτύρων εξομοιωμένων προς τους ασθενείς ως
προς το φύλο, την ηλικία και τα έτη εκπαίδευσης και μια ομάδα 20 μαρτύρων με
πολύ υψηλή επίδοση στη δοκιμασία ενεργού μνήμης.
Στη μελέτη χρησιμοποιήθηκαν τα ακόλουθα ερωτηματολόγια και κλίμακες:
Ομάδα σχιζοφρενών: α) κλίμακα Εκτίμησης Αρνητικών Συμπτωμάτων SANS, β)
κλίμακα Εκτίμησης Θετικών Συμπτωμάτων SAPS.
Ομάδες μαρτύρων: α) Mini International Neuropsychiatric Interview
Όλοι: α) Φυλλάδιο γενικών πληροφοριών με τα στοιχεία του κάθε συμμετέχοντος
β) Ερωτηματολόγιο εκτίμησης επικρατούντος ημισφαιρίου (Edinburgh Handedness
Inventory), γ) Οι δοκιμασίες εκτίμησης λεκτικού νοητικού πηλίκου ενηλίκων,
Weschler Adult Intelligence Scale (WAIS). δ) Η υποκλίμακα κωδικοποίησης
συμβόλων (Digit Symbol) του WAIS ε) Η δοκιμασία μετωπιαίας λειτουργίας Stroop
test στ) Μια τροποποιημένη παραλλαγή της δοκιμασίας ενεργού μνήμης ν-
πίσω( μνημονική ανάκληση και σύγκριση ν προηγουμένως παρουσιασθέντων
165
λημμάτων, n-back).
Αρχικά υπολογίστηκαν: το αποκλειστικά γραμμικό μέγεθος της συνάφειας
(coherence) και το μη-αποκλειστικά γραμμικό μέγεθος της synchronization
likelihood, για κάθε ζεύγος που σχηματιζόταν από τα 28 ηλεκτρόδια της μελέτης
(πίνακας 28x28). Στη συνέχεια σχηματίστηκαν οι πίνακες γειτνίασης για κάθε μία
τιμή προερχόμενη από ένα αυθαίρετα προκαθορισμένο εύρος τιμών, του ουδού Τ. Η
προσέγγιση αυτή μας επέτρεψε να καθορίσουμε σε ποίες τιμές του μέσου βαθμού
του γράφου (degree k) αναδεικνύονταν εντονότερες διαφορές στην οργάνωση των
δικτύων των τριών ομάδων. Στη συνέχεια υπολογίσαμε ορισμένα χαρακτηριστικά
μεγέθη των γράφων ( δείκτης συρροής C και χαρακτηριστικό μήκος βραχύτατου
μονοπατιού L) για γράφους με ίδιο μέσο βαθμό (degree k) για όλες τις ομάδες. Το
τελευταίο βήμα ήταν να υπολογίσουμε πόσο απείχαν οι τιμές των χαρακτηριστικών
μεγεθών, που υπολογίσαμε προηγουμένως, από τις τιμές που προκύπτουν από 50
τυχαίους γράφους με ίδια κατανομή βαθμού με τους γράφους της μελέτης.
Αρχικά συγκρίναμε τις δύο ομάδες μαρτύρων κατασκευάζοντας τους γράφους
με τις τιμές της synchronization likelihood. Το επόμενο βήμα ήταν να συγκρίνουμε με
την ομάδα των ασθενών, εκείνη την ομάδα μαρτύρων με τις ασθενέστερες ιδιότητες
SWN δικτύων, η οποία προέκυψε από την πρώτη σύγκριση. Τέλος συγκρίναμε ως
προς τις χαρακτηριστικές παραμέτρους των γράφων την ομάδα των ασθενών με την
κατάλληλη ομάδα μαρτύρων, κατασκευάζοντας τους γράφους με βάση το μέγεθος
της συνάφειας (coherence).
Η στατιστική ανάλυση πραγματοποιήθηκε με ανάλυση διακύμανσης (repeated
measures ANOVA) για τις χαρακτηριστικές παραμέτρους των γράφων (cluster
coefficient C, characteristic path length L). Η σύγκριση των βασικών δημογραφικών
μεταβλητών για τις τρεις ομάδες της μελέτης έγινε με τη χρήση t-test. Η σύγκριση
της απόδοσης των ομάδων τόσο στις νευροψυχολογικές δοκιμασίες που
προηγήθηκαν των ΗΕΓ καταγραφών, όσο και στην δοκιμασία ενεργού μνήμης που
έγινε παράλληλα με τις ΗΕΓ καταγραφές, πραγματοποιήθηκε είτε με Mann-Whitney,
είτε με t-test.
Αποτελέσματα: η ομάδα των ασθενών, συγκρινόμενη με την ομάδα των
εξομοιωμένων μαρτύρων, παρουσίασε στατιστικά σημαντικά χαμηλότερη επίδοση
166
στην υποκλίμακα κωδικοποίησης συμβόλων (Digit Symbol test) και στο λεκτικό
νοητικό πηλίκο (Verbal IQ score) (p=0.004 and p=0.013 αντίστοιχα). Στις υπόλοιπες
δοκιμασίες που χορηγήθηκαν οι δύο αυτές ομάδες δεν διέφεραν σημαντικά. Η
ομάδα των επίλεκτων μαρτύρων είχε σημαντικά καλύτερες επιδόσεις και από τις δύο
άλλες ομάδες της μελέτης, σε όλες τις νευροψυχολογικές δοκιμασίες που
χορηγήθηκαν. Κατά τη δοκιμασία 2-πίσω οι ασθενείς δεν διέφεραν από τους
εξομοιωμένους μάρτυρες, ούτε ως προς την επίδοση, ούτε ως προς τους χρόνους
αντίδρασης, ενώ οι επίλεκτοι μάρτυρες διέφεραν από τις δύο άλλες ομάδες και στις
δύο αυτές παραμέτρους.
Η σύγκριση των δύο ομάδων μαρτύρων έδειξε οτι οι εξομοιωμένοι μάρτυρες
παρουσίασαν εντονότερες ενδείξεις SWN οργάνωσης σε σύγκριση με την ομάδα
των επίλεκτων μαρτύρων κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας ενεργού μνήμης 2-πίσω
και στις συχνότητες θ, α1, α2, β και γ1. Το εύρημα αυτό δεν υπήρχε στη δοκιμασία
ελέγχου-ηρεμίας. Η επόμενη σύγκριση της ομάδας των ασθενών με την ομάδα των
επίλεκτων μαρτύρων ανέδειξε SWN οργάνωση μόνο στην ομάδα των μαρτύρων,
κατά τη διάρκεια ενεργού μνήμης στις συχνότητες α1, α2, β και γ1. Η ομάδα των
ασθενών παρουσίασε SWN ιδιότητες μόνο στη συχνότητα θ, ενώ καμία από τις
ομάδες δεν παρουσίασε τέτοια οργάνωση στη συχνότητα γ2.
Στην τρίτη δημοσίευση συγκρίναμε τις χαρακτηριστικές παραμέτρους των γράφων
μεταξύ ασθενών και επίλεκτων μαρτύρων. Ο μέσος δείκτης συρροής
(mean Cp) ήταν σημαντικά διαφορετικός μεταξύ των ομάδων στη συχνότητα α1,
κατά τη δοκιμασία ελέγχου και όχι κατά την δοκιμασία ενεργού μνήμης. Επιπλέον,
στις συχνότητες β και γ1, η ομάδα των μαρτύρων βελτιστοποιούσε την οργάνωση
του γράφου από τη δοκιμασία ελέγχου στη δοκιμασία ενεργού μνήμης (αυξάνοντας
το δείκτη συρροής) ενώ η ομάδα των ασθενών δεν επέδειξε αντίστοιχη
συμπεριφορά. Η διαφορά μεταξύ των ομάδων (simple main effects of group) ήταν
σημαντική μόνο κατά τη δοκιμασία ενεργού μνήμης. Σε ότι αφορά στο
χαρακτηριστικό μήκος βραχύτατου μονοπατιού (L), αποκαλύφθηκαν διαφορές στη
συχνότητα α2. Πάλι η ομάδα των μαρτύρων βελτιστοποιούσε την οργάνωση του
δικτύου από τη δοκιμασία ελέγχου στη δοκιμασία ενεργού μνήμης (μειώνοντας το L),
ενώ η ομάδα των ασθενών δεν παρουσίασε ανάλογα ευρήματα. Σημαντική διαφορά
μεταξύ των ομάδων αποκαλύπτονταν μόνο κατά τη δοκιμασία ελέγχου στην οποία
167
οι ασθενείς είχαν καλύτερη οργάνωση του γράφου με μικρότερα L. Η διαφορά αυτή
δεν εξακολουθούσε να υπάρχει κατά τη δοκιμασία ενεργού μνήμης.
Συμπεράσματα: Η παρούσα μελέτη είναι η πρώτη διεθνώς που χρησιμοποίησε
μεγέθη της θεωρίας των γράφων σε καταγραφές ΗΕΓ προκειμένου να μελετήσει την
οργάνωση των φλοιϊκών δικτύων σε πάσχοντες από σχιζοφρένεια.
Τα βασικά συμπεράσματα είναι τα ακόλουθα: α) η ομάδα των μαρτύρων με τη
χαμηλότερη επίδοση στη δοκιμασία ενεργού μνήμης και τους χαμηλότερους δείκτες
λεκτικής νοημοσύνης, έδειξε εντονότερη οργάνωση δικτύων SWN, συγκρινόμενη με
μια ομάδα μαρτύρων πολύ υψηλής επίδοσης στη δοκιμασία, με πολύ υψηλότερους
δείκτες λεκτικής νοημοσύνης. Το εύρημα αυτό συνάδει με την «υπόθεση της
νευρωνικής αποδοτικότητας». β) Κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας ενεργού μνήμης η
λειτουργική συνδετικότητα στο φλοιό μαρτύρων εκφράζει ιδιότητες SWN
οργάνωσης, ενώ τέτοιες ιδιότητες δεν απαντώνται σε ισάριθμο δείγμα πασχόντων
από σχιζοφρένεια του οποίου η επίδοση στη δοκιμασία ήταν ικανοποιητική. Η
κατάρρευση της βέλτιστης οργάνωσης της λειτουργικής συνδετικότητας στο φλοιό
των ασθενών δεν είναι επιφαινόμενο του αυξημένου φόρτου που η δοκιμασία αυτή
προκαλεί σε ανεκπαίδευτους υγιείς πληθυσμούς και δεν είναι εύκολο να αποδωθεί
στο δείκτη νοημοσύνης της ομάδας των πασχόντων .
|