Your browser does not support JavaScript!

Αρχική    Μελέτη της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας της διασύνδεσης κερατοειδικού κολλαγόνου σε ασθενείς με κερατόκωνο χρησιμοποιώντας ενέργεια υψηλής έντασης  

Αποτελέσματα - Λεπτομέρειες

Προσθήκη στο καλάθι
[Προσθήκη στο καλάθι]
Κωδικός Πόρου 000383262
Τίτλος Μελέτη της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας της διασύνδεσης κερατοειδικού κολλαγόνου σε ασθενείς με κερατόκωνο χρησιμοποιώντας ενέργεια υψηλής έντασης
Άλλος τίτλος Study of the safety and efficiency of corneal cross linking in patients with keratoconous using high intensity radiation
Συγγραφέας Τριβλή, Αναστασία
Σύμβουλος διατριβής Κυμιωνής, Γεώργιος
Μέλος κριτικής επιτροπής Παλλήκαρης, Ιωάννης
Παναγοπούλου, Σοφία
Δετοράκης, Ευστάθιος
Περίληψη Εισαγωγή Ο κερατόκωνος είναι μία οφθαλμολογική πάθηση που οδηγεί σε παραμόρφωση της επιφάνειας του κερατοειδούς με αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση της οπτικής οξύτητας του ασθενούς. Η διασύνδεση του κερατοειδικού κολλαγόνου – corneal collagen cross linking (CXL) – είναι μία νέα εναλλακτική, ελάχιστα επεμβατική, θεραπευτική μέθοδος, σχεδιασμένη να αυξάνει τη σκληρότητα, τη δομική ακεραιότητα και τη σταθερότητα του κερατοειδούς προλαμβάνοντας την εξέλιξη του κερατόκωνου. Σκοπός α. να εκτιμήσει την ασφάλεια ενός νέου θεραπευτικού πρωτοκόλλου στην CXL για τον κερατόκωνο (διάρκειας 10 λεπτών με ένταση ακτινοβολίας 9.0mW/cm2). β. να εκτιμήσει και να συγκρίνει το βάθος της διαχωριστικής γραμμής στο στρώμα του κερατοειδούς με τη βοήθεια του AS-OCT, μετά την εφαρμογή της CXL με δύο διαφορετικά πρωτόκολλα (διάρκειας 30 λεπτών με ένταση ακτινοβολίας 3.0mW/cm2 και 10 λεπτών με ένταση 9.0 mW/cm2). Α. Ασφάλεια μετά από εφαρμογή υψηλής έντασης διασύνδεσης κερατοειδικού κολλαγόνου Δείγμα και μέθοδος Στη μελέτη συμμετείχαν 10 οφθαλμοί (9 ασθενείς, 5 άνδρες και 4 γυναίκες) με εξελισσόμενο κερατόκωνο. Τα κριτήρια συμμετοχής στην μελέτη ήταν: εξελισσόμενος κερατόκωνος, πάχος κερατοειδούς μεγαλύτερο από 400 μm, απουσία κεντρικής ή παράκεντρης υποεπιθηλιακής ή στρωματικής ουλής, μη ύπαρξη εγκυμοσύνης και θηλασμού, αποκλεισμός από το ιστορικό οφθαλμολογικής επέμβασης στο πρόσθιο ημιμόριο, απουσία αυτοάνοσου νοσήματος ή νοσήματος του κολλαγόνου, ενεργού οφθαλμικής λοίμωξης και σοβαρής ξηροφθαλμίας. Όλοι οι ασθενείς υπεβλήθησαν σε CXL διάρκειας 10 λεπτών με ένταση ακτινοβολίας 9.0 mW/cm2. 3 Αποτελέσματα Σε κανέναν από τους ασθενείς δεν παρατηρήθηκαν διεγχειρητικές ή μετεγχειρητικές επιπλοκές. Η μέση ηλικία των ασθενών ήταν 24.90 ± 5.24. Η ECD ήταν προεγχειρητικά 2688 ± 130 και τρεις μήνες μετεγχειρητικά 2640 ± 127, παρουσιάζοντας μη σημαντική στατιστικά αλλαγή. Η CDVA βελτιώθηκε από 0.19 ± 0.20 προεγχειρητικά, σε 0.10 ± 0.16 τρεις μήνες μετά την επέμβαση, όμως αυτή η βελτίωση δεν θεωρήθηκε στατιστικά σημαντική. Κανένας από τους οφθαλμούς δεν έχασε καμία γραμμή CDVA. Ο μέσος όρος των κυρτών κερατομετρικών ενδείξεων μειώθηκε σημαντικά από 48.04 ± 2.57 προεγχειρητικά σε 46.51 ± 2.81 τον τρίτο μετεγχειρητικό μήνα, ενώ ο μέσος όρος των επίπεδων κερατομετρικών ενδείξεων μειώθηκε από 43.88 ± 1.67 προεγχειρητικά σε 43.55 ± 1.88 τον τρίτο μετεγχειρητικό μήνα, όμως αυτή η μείωση δεν θεωρήθηκε στατιστικά σημαντική. Β. Διαχωριστική γραμμή στρώματος κερατοειδούς μετά από εφαρμογή κλασικής και υψηλής έντασης διασύνδεσης κερατοειδικού κολλαγόνου καθοριζόμενη με οπτική τομογραφία συνοχής πρόσθιου ημιμορίου Δείγμα και μέθοδος Στη μελέτη συμμετείχαν 21 οφθαλμοί (16 ασθενείς, 9 άνδρες και 7 γυναίκες) με εξελισσόμενο κερατόκωνο. Τα κριτήρια συμμετοχής στην μελέτη ήταν: εξελισσόμενος κερατόκωνος, ηλικία άνω των 18 ετών, πάχος κερατοειδούς μεγαλύτερο των 400 μm, μη ύπαρξη άλλων παθολογικών σημείων από τον κερατοειδή ή το πρόσθιο ημιμόριο και μη ύπαρξη εγκυμοσύνης και θηλασμού. Εννέα οφθαλμοί (7 ασθενείς) υπεβλήθησαν σε CXL διάρκειας 30 λεπτών με ένταση ακτινοβολίας 3.0 mW/cm2 σύμφωνα με το πρωτόκολλο της Δρέσδης (ομάδα 1), ενώ δώδεκα οφθαλμοί (9 ασθενείς) υπεβλήθησαν σε CXL διάρκειας 10 λεπτών με ένταση ακτινοβολίας 9.0 mW/cm2 (ομάδα 2). Τα δεδομένα αποκτήθηκαν από καταγραφή των ασθενών που περιλάμβανε: ηλικία, φύλο, προεγχειρητική υπερηχογραφική παχυμετρία κερατοειδούς, μετεγχειρητικές τοπογραφικές μετρήσεις και εξέταση με AS-OCT κατά τον πρώτο μετεγχειρητικό μήνα. Αποτελέσματα Σε κανέναν από τους ασθενείς δεν παρατηρήθηκαν διεγχειρητικές ή μετεγχειρητικές επιπλοκές. Η μέση ηλικία των ασθενών ήταν 22.33 ± 2.83 για την 4 ομάδα 1 και 23.17 ± 3.41 για την ομάδα 2. Αμφότερες οι ομάδες παρουσίασαν ομοιότητες ως προς την ηλικία, ως προς την προεγχειρητική παχυμετρία καθώς και ως προς τις κυρτές ή επίπεδες κερατομετρικές ενδείξεις. Η διαχωριστική γραμμή στο στρώμα του κερατοειδούς έγινε εύκολα ορατή χρησιμοποιώντας AS-OCT σε όλους τους οφθαλμούς. Ο μέσος όρος του βάθους της διαχωριστικής γραμμής στο στρώμα του κερατοειδούς ήταν 350.78 ± 49.34 μm για την ομάδα 1 και 288.46 ± 42.37 μm για την ομάδα 2. Η διαφορά στο βάθος της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στις δύο ομάδες ήταν στατιστικά σημαντική. Συμπεράσματα Σύμφωνα με τον φωτοχημικό νόμο της αμοιβαιότητας των Bunsen-Roscoe, είναι δυνατό να επιτευχθεί το ίδιο φωτοχημικό αποτέλεσμα (συμπεριλαμβανομένης της CXL), με μείωση του χρόνου και αντίστοιχη αύξηση της έντασης ακτινοβολίας, ούτως ώστε να διατηρηθεί σταθερό το ποσό της συνολικής ενέργειας. Η εφαρμογή της ριβοφλαβίνης με ιοντοφόρηση για ταχύτερο κορεσμό του στρώματος και η χρήση ακτινοβολίας UV-A υψηλής έντασης μειώνει τον απαιτούμενο χειρουργικό χρόνο. Σε αυξημένης έντασης CXL (9.0 mW/cm2 για 10 λεπτά) δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές αλλαγές στην ECD, δεν υπήρξαν ούτε διεγχειρητικές, ούτε πρώιμες μετεγχειρητικές επιπλοκές. Η CDVA παρέμεινε σταθερή μετεγχειρητικά, ενώ κανένας από τους οφθαλμούς δεν έχασε καμία γραμμή CDVA. Ο μέσος όρος των κυρτών κερατομετρικών ενδείξεων μειώθηκε σημαντικά, ενώ μέσος όρος των επίπεδων κερατομετρικών ενδείξεων δεν άλλαξε σημαντικά μετεγχειρητικά. Το βάθος της διαχωριστικής γραμμής στο στρώμα του κερατοειδούς μετά την εφαρμογή της CXL αντικατοπτρίζει την αποτελεσματικότητα της θεραπείας. Η CXL διάρκειας 30 λεπτών με ένταση ακτινοβολίας 3.0 mW/cm2 (ομάδα 1), θα μπορούσε να είναι περισσότερο αποτελεσματική από την CXL διάρκειας 10 λεπτών με ένταση ακτινοβολίας 9.0 mW/cm2 (ομάδα 2). Σε αντιδιαστολή, ο βαθύτερος εντοπισμός της διαχωριστικής γραμμής στο στρώμα του κερατοειδούς μπορεί να αυξήσει την πιθανότητα βλάβης του κερατοειδούς και τοξικότητας των ενδοθηλιακών κυττάρων. Η διαχωριστική γραμμή στο στρώμα του κερατοειδούς θα έπρεπε να εντοπίζεται στο ίδιο βάθος και στις δύο ομάδες της μελέτης μας, ωστόσο, τα αποτελέσματα μας δείχνουν ότι υπάρχει σημαντική διαφορά ανάμεσα στις δύο ομάδες.
Φυσική περιγραφή 75 σ : πιν. ; 30 εκ.
Γλώσσα Ελληνικά
Θέμα Corneal cross linking
Keratoconus
Διασύνδεση κερατοειδικού κολλαγόνου
Κερατοκώνος
Ημερομηνία έκδοσης 2014-04-10
Συλλογή   Σχολή/Τμήμα--Ιατρική Σχολή--Τμήμα Ιατρικής--Μεταπτυχιακές εργασίες ειδίκευσης
  Τύπος Εργασίας--Μεταπτυχιακές εργασίες ειδίκευσης
Εμφανίσεις 186

Ψηφιακά τεκμήρια
No preview available

Κατέβασμα Εγγράφου
Προβολή Εγγράφου
Εμφανίσεις : 2