Περίληψη |
Η παρούσα διατριβή αποτελείται από τρεις επιμέρους μελέτες. Η πρώτη συνιστά μια
αξιολόγηση του νεοσυνδεσμικού μοντέλου και της κλασικής ταξινόμησης των αφασιών. Η
δεύτερη περιγράφει την προσαρμογή και στάθμιση μιας συστοιχίας νευροψυχολογικών
δοκιμασιών για τις λειτουργίες του λόγου. Η τρίτη μελέτη αποτελεί διερεύνηση των πιθανών
σχέσεων μεταξύ διακριτών γλωσσικών και αναγνωστικών ελλειμμάτων και εστιακών βλαβών
στο αριστερό εγκεφαλικό ημισφαίριο. Στην πρώτη μελέτη συμμετείχαν 65 ασθενείς με
αγγειοεγκεφαλικό επεισόδιο στο αριστερό ημισφαίριο. Εκτιμήθηκε η ύπαρξη σε 16 φλοιικές
και υποφλοιικές περιοχές του αριστερού ημισφαιρίου από δύο ανεξάρτητους ακτινολόγους. Η
αξιολόγηση και η συνδρομική ταξινόμηση των ασθενών έγινε σύμφωνα με το περίγραμμα των
επιδόσεών τους στην σύντομη μορφή της Διαγνωστικής Εξέτασης για Την Αφασία της
Βοστόνης (BDAE). Τα αποτελέσματα δεν επιβεβαίωσαν τις προβλέψεις του κλασικού μοντέλου
για την αντιστοιχία βλάβης-ελλείμματος σε ένα μεγάλο ποσοστό των ασθενών,
υπογραμμίζοντας τις αδυναμίες του ταξινομικού συστήματος . Στη δεύτερη μελέτη πέντε
γλωσσικές δοκιμασίες χορηγήθηκαν σε δείγμα 512 υγιών εθελοντών από 8 ευρύτερες
γεωγραφικές περιοχές της Ελλάδας. Μέσω της περιγραφής των ψυχομετρικών ιδιοτήτων της
συστοιχίας υποδεικνύεται η κλινική χρησιμότητά τους, καθώς και οι επιδράσεις
δημογραφικών παραγόντων επί της επίδοσης. Στην τρίτη μελέτη έλαβαν μέρος 58 χρόνιοι
αφασικοί ασθενείς, οι οποίοι εξετάστηκαν με τη νευροψυχολογική συστοιχία που σταθμίστηκε
στο πλαίσιο της διατριβής. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η έκταση της βλάβης σχετίζεται
σημαντικά με την επίδοση στις περισσότερες τις δοκιμασίες. Περαιτέρω αναλύσεις υπέδειξαν
πιθανές σχέσεις μεταξύ διακριτών αναγνωστικών και γλωσσικών ελλειμμάτων και εστιών
βλάβης σε τέσσερις φλοιικές περιοχές του αριστερού ημισφαιρίου. Συμπερασματικά, η
παρούσα διατριβή καταδεικνύει τις αδυναμίες του νεοσυνδεσμικού μοντέλου και της κλασική
ταξινόμησης των αφασιών, επισημαίνοντας παράλληλα τους περιορισμούς της κλινικής τους
χρησιμότητας. Πέραν αυτού, επισημαίνεται επίσης η ανάγκη για ανάπτυξη ευαίσθητων
εργαλείων για την αξιολόγηση ατόμων με αφασία. Τέλος υποδεικνύονται πιθανές σχέσεις
μεταξύ βλαβών σε συγκεκριμένες φλοιικές περιοχές του αριστερού ημισφαιρίου και διακριτών
γλωσσικών και αναγνωστικών ελλειμμάτων
|