Περίληψη |
Αντικείμενο της εργασίας μας απετέλεσε η μελέτη της Εκκλησίας κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 και της καποδιστριακής διακυβέρνησης, δηλαδή κατά τη διάρκεια της περιόδου κατάλυσης της οθωμανικής κυριαρχίας και της μετάβασης σε ένα ελεύθερο και ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Η μετάβαση αυτή και οι αλλαγές που προξένησε σε όλο το φάσμα του κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού βίου δεν ήταν δυνατόν να αφήσει ανεπηρέαστη την Εκκλησία, έναν από τους σημαντικότερους θεσμούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αυτήν ακριβώς τη διαδικασία μετάβασης επιχειρήσαμε να εξετάσουμε στα πλαίσια της διπλωματικής μας εργασίας, θέτοντας μια σειρά ερωτημάτων, η απάντηση των οποίων θα μας επέτρεπε να σχηματίσουμε μια όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα του θέματός μας. Πώς η Εκκλησία αντιμετώπισε το ενδεχόμενο ξέσπασμα της Επανάστασης και πώς αντέδρασε, όταν αυτή πραγματοποιήθηκε; Ποιοι συσχετισμοί δυνάμεων επικράτησαν στο επαναστατικό πολιτικό στερέωμα και ποιες κατευθύνσεις χάραξαν σχετικά με την οργάνωση και τη θέση της Εκκλησίας στην πολιτειακή συγκρότηση του υπό διαμόρφωση κράτους; Οι εν λόγω συσχετισμοί δυνάμεων αποκρυσταλλώθηκαν σε κλίμα ομοψυχίας ή προκάλεσαν αντιπαραθέσεις, στις οποίες εγγράφεται και η εκκλησιαστική πολιτική που υιοθετήθηκε; Ποια ήταν η στάση του ιερατείου και ποια τα αποτελέσματα των επιλογών του; Η απαντήσεις σε αυτά τα γενικά ερωτήματα μας επέτρεψαν ως ένα βαθμό να προσεγγίσουμε τη δυναμική που δημιουργήθηκε με την Επανάσταση του 1821 και το πώς επηρέασε έναν ιδιαίτερα σημαντικό θεσμό, όπως ήταν η Εκκλησία. Επιπλέον, μας έδωσε τη δυνατότητα κατάθεσης κάποιων νέων απόψεων ή επαναξιολόγησης παλαιοτέρων, οι οποίες εξιδανικεύουν ή δαιμονοποιούν την Εκκλησία και σχηματοποιούν τη στάση της κατά την υπό εξέταση περίοδο. Η εν συνεχεία σύνοψη της εργασίας μας θα δώσει μια γενική εικόνα των θέσεων που υιοθετήσαμε και των συμπερασμάτων στα οποία καταλήξαμε. Διαθέτοντας ευρύτατες αρμοδιότητες και εξουσίες στη ζωή του Ορθόδοξου μιλλέτ, η Εκκλησία ήταν ο κύριος εκπρόσωπός του απέναντι στη σουλτανική εξουσία, ασκώντας διαμεσολαβητικό ρόλο. Επικεφαλής της ήταν ο εκάστοτε Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος εξασφάλιζε τη θέση του καταβάλλοντας στο σουλτάνο ένα χρηματικό ποσό. Με ανάλογο τρόπο γινόταν και η αναπαραγωγή του ανώτερου κλήρου, ο οποίος είχε ως πηγή εσόδων μια σειρά τακτικών και εκτάκτων εισφορών που είχε επιβάλλει στο ποίμνιό του . Ο ανώτερος κλήρος, λοιπόν, ήταν μια κοινωνική ομάδα ενταγμένη στην οθωμανική πολιτική πραγματικότητα και προκειμένου να αναπαραχθεί και να εδραιωθεί ασκούσε ευρύτερο πολιτικό ρόλο. Η συνύπαρξη της ανώτατης εκκλησιαστικής εξουσίας με την αντίστοιχη οθωμανική συνέβαλε στη σύμπραξή τους σε μια ευρεία γκάμα οικονομικών και διοικητικών θεμάτων, με συνέπεια αφ ενός την εδραίωση της θέσης της Εκκλησίας στους κόλπους των Ορθοδόξων, αφ ετέρου στη νομιμοποίηση της κατάκτησης με βάση την προνοιακή νοηματοδότησή της. Η παραπάνω συνύπαρξη και οι συνέπειές της τέθηκαν σε αμφισβήτηση από τους εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, οι οποίοι χωρίς να αναιρούν την Ορθοδοξία άσκησαν έντονη κριτική στους θεοκρατικούς εκκλησιαστικούς μηχανισμούς, μέσω των οποίων επιβάλλονταν και νομιμοποιούνταν η σουλτανική εξουσία. Η Ορθοδοξία επανεξετάστηκε με κοινωνικούς όρους στο πλαίσιο της ελευθερίας, επιλογή που συνεπαγόταν την αναγκαιότητα εγκαθίδρυσης μιας νέας πολιτικής πραγματικότητας, αντίθετης στην με θεολογικούς όρους ασκούμενη κοσμική εξουσία του Πατριαρχείου . Μέσα από έργα, όπως η «Ελληνική Νομαρχία», οι «Στοχασμοί του Κρίτωνος» και το πλούσιο συγγραφικό έργο του Αδαμάντιου Κοραή, ασκήθηκε έντονη και συνολική κριτική για την ανάμειξη του ιερατείου στα πολιτικά πράγματα, τον τρόπο αναπαραγωγής του, τη διαγωγή και το μορφωτικό του επίπεδο, καθώς και για τον τρόπο λειτουργίας των πολυάριθμων μοναστηριών. Η αντίδραση του Πατριαρχείου ενάντια στα επαναστατικά ιδεολογικά και πολιτικά προτάγματα των διαφωτιστών και κυρίως του Αδαμάντιου Κοραή, εντάθηκε κατά τα πρώτα έτη του 19ου αιώνα, για να κορυφωθεί με τις αφοριστικές εγκυκλίους ενάντια στην έναρξη της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία και στην κυρίως Ελλάδα. Η επικράτηση της Επανάστασης στη δεύτερη, η δημιουργία επαναστατικής διοίκησης και η ψήφιση Συνταγμάτων υπήρξε η απαρχή για τη θεμελίωση μιας νέας πολιτικής πραγματικότητας. Στη θέση της Εκκλησίας και ειδικότερα του Πατριαρχείου ως εκπροσώπου και εγγυητή της υπόστασης και της συνοχής του ορθόδοξου μιλλέτ, έχουμε την επαναστατική διοίκηση, η οποία νομιμοποιούνταν επικαλούμενη τη βούληση και την κυριαρχία του ελληνικού έθνους. Παρόλο που η ιδιότητα του πολίτη απονέμονταν με βάση την πίστη στο Χριστό, συστατικό στοιχείο του έθνους δεν ήταν ο πιστός αλλά ο πολίτης, ο οποίος εμπεριείχε την ιδιότητα του πρώτου. Η θρησκεία, λοιπόν, πολιτικοποιείται ως προς τις χρήσεις της, συντελώντας στον προσδιορισμό όχι μιας απλής κοινότητας ομοδόξων, αλλά μιας καινούριας πολιτικής και πολιτισμικής οντότητας, του έθνους. Η Εκκλησία στο εξής θα είχε ως αποστολή να θεραπεύει μια ιδιότητα (πίστη) του πολίτη, παύοντας έτσι να είναι το σημείο αναφοράς της πολιτικοκοινωνικής ζωής των Ελλήνων. Η υπαγωγή της Εκκλησίας στην κοσμική εξουσία θεσμοποιήθηκε από το πρώτο κιόλας Σύνταγμα του Αγώνα, το οποίο ανέθεσε στο υπουργείο της Θρησκείας, δηλαδή σε ένα όργανο υπό τον έλεγχο του Εκτελεστικού σώματος, την αρμοδιότητα των εκκλησιαστικών υποθέσεων. Η πολιτική αυτή παρέμεινε αμετάβλητη καθ όλη τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, παρά το γεγονός ότι κατατέθηκαν αρκετές προτάσεις για τη σύσταση αυτόνομης Ιεράς Συνόδου. Η πολιτική εξουσία, λοιπόν, μέσω του υπουργείου Θρησκείας, του Εσωτερικών και της Αστυνομίας (από την Γ΄ εθνοσυνέλευση και μετά) και της «Γραμματείας επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Παιδείας» (κατά την καποδιστριακή περίοδο) ανέλαβε το χειρισμό και την επίλυση των σοβαρών προβλημάτων που είχαν προκύψει. Οι παραπάνω αποφάσεις της επαναστατικής Διοίκησης σχετικά με την Εκκλησία και τη θρησκεία απασχόλησαν τον Αδαμάντιο Κοραή και το Φαναριώτη λόγιο και ιδεολογικό του αντίπαλο Παναγιώτη Κοδρικά. Κατά την άποψη του πρώτου η χριστιανική θρησκεία μπορεί να λειτουργήσει ως ένας επωφελής παράγοντας για ολόκληρη την κοινωνία, αρκεί να αποβάλλει τις δεισιδαιμονίες και στρεβλώσεις, που εισχώρησαν σε αυτή κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας. Λαμβάνοντας υπ όψη και την προσπάθειά του να άρει την αντίθεση ανάμεσα στον ορθολογισμό της φιλοσοφίας και στην ηθική του ευαγγελίου θα λέγαμε, ότι ο Κοραής κάνει μια απόπειρα εργαλειοποίησης της θρησκείας, η οποία μπορεί να συνεισφέρει αποφασιστικά στη δημιουργία ενός νέου πολιτικού ήθους. Προς αυτή την κατεύθυνση όφειλε να κινηθεί και το πρότυπο οργάνωσης της Εκκλησίας, η οποία έπρεπε να τεθεί υπό κοσμικό έλεγχο και να απέχει από κάθε είδους πολιτική δραστηριότητα. Ο Κοδρικάς από τη μεριά του υπεραμύνεται των συνταγματικών διατάξεων που κατοχυρώνουν ως επικρατούσα θρησκεία του κράτους την Ορθοδοξία, η οποία θεωρείται ως βασικό στοιχείο της εθνικής ταυτότητας. Επιπλέον απορρίπτει τον πολιτικό έλεγχο επί της Εκκλησίας μέσο του Μινιστέριου της Θρησκείας και υπερασπίζεται την αυτονομία του κλήρου. Οι διαμετρικά αντίθετες θέσεις του Κοραή και του Κοδρικά, λοιπόν, εκφράζουν τη σύγκρουση δύο αντιλήψεων, δύο διαφορετικών στρατηγικών πολιτειακών επιλογών. Το σημαντικότερο από τα εκκλησιαστικά προβλήματα κατά τη διάρκεια της Επανάστασης είχε να κάνει με τη στελέχωση των κενών θέσεων που υπήρχαν, εξαιτίας της απώλειας αρκετών και σημαντικών ιεραρχών, αλλά και απλών κληρικών. Η λύση που προκρίθηκε ήταν ο διορισμός από το Εκτελεστικό και Βουλευτικό σώμα προσωρινών τοποτηρητών στις χηρεύουσες θέσεις και η απαγόρευση στους κατά τόπους μητροπολίτες να προβαίνουν σε νέες χειροτονίες. Η απόφαση αυτή ήταν μείζονος πολιτικής σημασίας και ολοκλήρωσε την ενσωμάτωση και την υπαγωγή του ιερατείου στη σφαίρα της κοσμικής εξουσίας, αφού καταργούσε το δικαίωμα αυτόνομης αναπαραγωγής του. Ο ρόλος του πλέον ήταν διεκπεραιωτικός των αποφάσεων και των επιλογών της διοίκησης. Οι αρμοδιότητες των αρχιερέων επιμερίστηκαν σε διαφορετικά πρόσωπα και περιορίστηκε σημαντικά το περιθώριο ουσιαστικής παρέμβασής τους. Στην περαιτέρω αποδυνάμωσή του συνετέλεσε και η αποκοπή από τους οικονομικούς πόρους, η οποία οφειλόταν σε δύο κυρίως λόγους. Αφ ενός στην υποχρέωση των επισκόπων, μητροπολιτών και τοποτηρητών να παραδίδουν τα εισοδήματα των επαρχιών τους στο εθνικό ταμείο, αφ ετέρου στη συχνή άρνηση των πιστών και ενίοτε των κληρικών να τους παραδίδουν τα οφειλόμενα. Η προεπαναστατική δυσφορία ενάντια στο δικαίωμα του ανώτερου κλήρου να ιδιοποιείται μέρος του οικονομικού πλεονάσματος μετερχόμενος συχνά και καταπιεστικές μεθόδους, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης εκδηλώθηκε με την άρνηση καταβολής των δοσιμάτων. Η διακοπή των σχέσεων και της επικοινωνίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο προκάλεσε ένα κενό εξουσίας στην κορυφή της εκκλησιαστικής ιεραρχίας και έθεσε επιτακτικά στους κόλπους του ιερατείου το ζήτημα ίδρυσης ενός οργάνου, το οποίο θα είχε ουσιαστικό και αποφασιστικό λόγο στην αντιμετώπιση των συνεχώς διογκούμενων προβλημάτων και θα έθετε σε νέες βάσεις τις σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας. Το όργανο αυτό ήταν η Σύνοδος, η ίδρυση της οποίας ήταν πάγιο αίτημα καθ όλη τη διάρκεια του Αγώνα, χωρίς ωστόσο να υλοποιηθεί. Αξίζει να επισημάνουμε, ότι την πρόταση για ίδρυση Συνόδου την υποστήριξαν όχι μόνο οι αρχιερείς, αλλά και πρόσωπα και φορείς με πολιτειοκρατικές αντιλήψεις και εντελώς διαφορετικές στοχεύσεις. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει, ότι η δημιουργία, η μορφή και οι αρμοδιότητες ενός κεντρικού διοικητικού οργάνου, όπως ήταν εν προκειμένω η Σύνοδος, γίνονταν αντιληπτές με διαφορετικό τρόπο από τις διάφορες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, με συνέπεια να αποτελέσει μέρος της γενικότερης πολιτικής διαφοροποίησης και αντιπαράθεσης μέσα στην Επανάσταση. Η αποδυνάμωση του κλήρου και η υπαγωγή του υπό πολιτικό έλεγχο συντελέστηκε και στους χώρους της παιδείας, της δικαιοσύνης και της μοναστηριακής περιουσίας. Η ανάληψη από την κεντρική πολιτική εξουσία της ευθύνης οργάνωσης της εκπαίδευσης με βάση την αλληλοδιδακτική μέθοδο, είχε ως συνέπεια οι παραδοσιακοί δάσκαλοι, οι οποίοι ανήκαν στην πλειοψηφία τους στο χώρο της Εκκλησίας, να χάσουν την πρωτοκαθεδρία τους. Στη διένεξη των υπουργείων Θρησκείας-Δικαίου για το ποιος θα αποφάσιζε για υποθέσεις ιδιωτικού δικαίου (γάμοι, διαζύγια, κληρονομιές), νικητής αναδείχθηκε ύστερα από αρκετές αντιπαραθέσεις το δεύτερο. Η μοναστηριακή περιουσία, τέλος, παρά τις κατά τόπους αντιδράσεις ανακηρύχθηκε εθνική περιουσία και διατέθηκε για τις ανάγκες του Αγώνα. Αργά, αλλά σταθερά οι πολυάριθμες μονές απώλεσαν την οικονομική και διοικητική τους αυτοτέλεια και σταμάτησαν να βρίσκονται υπό τον έλεγχο της Εκκλησίας. Οι στενοί δεσμοί των μοναστηριών με τις τοπικές κοινότητες σταδιακά αποδυναμώθηκαν και οι σημαντικοί υλικοί τους πόροι τέθηκαν στη διάθεση της κεντρικής διοίκησης, η οποία και προσπάθησε να εξαλείψει τις προσπάθειες κατάχρησής τους. Η εν λόγω προσπάθεια της Διοίκησης την έφερε σε αντιπαράθεση όχι μόνο με εκκλησιαστικούς παράγοντες, αλλά με το σύνολο των διαμορφωμένων τοπικών ισορροπιών, των οποίων τα συμφέροντα και οι πρακτικές οικονομικοκοινωνικής αναπαραγωγής θίγονταν άμεσα. Οι αντικρουόμενοι, λοιπόν, πολιτικοί στόχοι Εκκλησίας-Πολιτείας εκφράστηκαν και αναδείχτηκαν στην περίπτωση της μοναστηριακής περιουσίας και μέσα από την αντίθεση τοπικών παραγόντων-κεντρικής επαναστατικής εξουσίας. Η τελευταία και πληρέστερη πρόταση των ιεραρχών, προκειμένου να αντιστρέψουν την εις βάρος τους κατάσταση και να δώσουν λύση στα φλέγοντα εκκλησιαστικά προβλήματα υποβλήθηκε στον Ιωάννη Καποδίστρια τον Ιούνιο του 1828 και συνόψιζε τις εκτιμήσεις και τις εμπειρίες τους από τα προηγούμενα έτη. Κεντρικός της στόχος ήταν η θεσμοθέτηση μιας αυτοδιοικούμενης και ανεξάρτητης Εκκλησίας στα πλαίσια της ελληνικής επικράτειας. Ο προτεινόμενος διαχωρισμός της κοσμικής από τη θρησκευτική εξουσία θα γινόταν σε ισότιμη βάση, αφού η Ιερά Σύνοδος θα ήταν στον εκκλησιαστικό χώρο, ότι η κυβέρνηση στον πολιτικό. Έχοντας έτσι επίγνωση της διαμορφωθείσας κατάστασης και πιστεύοντας, ότι ο Κυβερνήτης θα διαφοροποιηθεί από τις επιλογές των επαναστατικών διοικήσεων, οι εμπνευστές της πρότασης Ιωσήφ Ανδρούσης και ’νθιμος Ηλιουπόλεως επεδίωξαν να επανακτήσουν και να εμπεδώσουν την ισχύ και το κύρος της Εκκλησίας με νέα μέσα. Οι προθέσεις της καποδιστριακής κυβέρνησης για τη θέση της Εκκλησίας στο ελεύθερο ελληνικό κράτος εκδηλώθηκαν και αποσαφηνίστηκαν σύντομα. Η «Εκκλησιαστική Επιτροπή» που συνέστησε ο Καποδίστριας περιορίστηκε σε καθαρά συμβουλευτικό ρόλο, ενώ στη «Γραμματεία επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Παιδείας» ανατέθηκαν όλες οι ουσιαστικές αρμοδιότητες για τα εκκλησιαστικά και εκπαιδευτικά ζητήματα. Η καποδιστριακή πολιτική, ωστόσο, εκφράστηκε πληρέστερα στις αρχές του 1830 με το υπόμνημα του υπουργού επί του Δικαίου Ιωάννη Γεννατά. Οι προτάσεις του σημαντικού αυτού υπομνήματος είχαν σαφώς πολιτειοκρατικό χαρακτήρα, εκφράζοντας μια ριζικά αντίθετη προσέγγιση του ζητήματος από την αντίστοιχη του Ιωσήφ και του ’νθιμου. Η εκάστοτε κυβέρνηση επρόκειτο να αποφασίζει όχι μόνο για τα διοικητικού χαρακτήρα θέματα της Εκκλησίας, αλλά θα είχε λόγο και για το γάμο, το διαζύγιο και τον καθορισμό των εορτάσιμων ημερών. Η προτεινόμενη «Αρχιεπισκοπική Επιτροπή», στης οποίας τις συνεδριάσεις θα συμμετείχε κυβερνητικός επίτροπος, θα είχε ως αρμοδιότητα μόνο την επαφή με το Οικουμενικό Πατριαρχείο για πνευματικά ζητήματα. Με άλλα λόγια αντί για Σύνοδο ο Γεννατάς προωθούσε τη σύσταση μιας απλής υπηρεσίας, η οποία θα αναλάμβανε να διεκπεραιώσει ένα μόνο μέρος της εκκλησιαστικής πολιτικής, που θα είχε διαμορφώσει η πολιτική εξουσία. Οι απόψεις του Γενατά, λοιπόν, έρχονται να αποκρυσταλλώσουν, να μορφοποιήσουν και εν τέλει να παγιώσουν αντιλήψεις και επιλογές, οι οποίες είχαν έρθει στο προσκήνιο κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Η πρόθεση του να τις βελτιώσει και στη συνέχεια να τις εμπεδώσει, εντάσσοντάς τις επιμέρους προτάσεις του υπομνήματος σε ένα ενιαίο νομοθετικό πλαίσιο, συμφωνούσε απόλυτα και ήταν απόρροια δύο πολιτικών πραγματικοτήτων. Η πρώτη και μερικότερη από αυτές ήταν η κεντρική πολιτική του Καποδίστρια να εγκαθιδρύσει ένα συγκεντρωτικό-πατερναλιστικό κράτος, αποστερώντας από τις προεπαναστατικές ηγετικές ομάδες τη δυνατότητα άσκησης αυτόνομης εξουσίας. Η δεύτερη και γενικότερη, στην οποία εντάσσεται η πρώτη, είναι ότι η επιδίωξη των επαναστατημένων Ελλήνων να δημιουργήσουν ένα δυτικού τύπου κράτους προϋπέθετε την εξαφάνιση ή την πλήρη εξάρτηση από αυτό το κράτος όλων των ενδιάμεσων θεσμικών σωμάτων. Στην προκειμένη περίπτωση, η αντικατάσταση ενός οθωμανικού διοικητικού θεσμού (Πατριαρχείου) από μια θεσμικά ανεξάρτητη και ισότιμη Εκκλησία στα όρια της ελληνικής επικράτειας, αντέβαινε στον τύπο κρατικής εξουσίας, που προωθούσαν οι πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες είχαν την πρωτοβουλία των κινήσεων κατά την Επανάσταση. Παρά το γεγονός, ότι η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια δεν επέτρεψε την υλοποίηση των προτάσεων του Γενατά, εν τούτοις αυτές κινούνταν στο ίδιο μήκος κύματος με την εκκλησιαστική πολιτική της Αντιβασιλείας. Μια πολιτική, η οποία επισφράγισε τις προηγούμενες πολιτικές επιλογές για την Εκκλησία και δεν ήταν προϊόν έξωθεν επιβουλής, όπως υποστηρίζει ένα μέρος της ιστοριογραφίας για το Αυτοκέφαλο.
|