Your browser does not support JavaScript!

Αρχική    Φλεγμονή και αναλγησία : Ρόλος των νευροπεπτιδίων του στρες  

Αποτελέσματα - Λεπτομέρειες

Προσθήκη στο καλάθι
[Προσθήκη στο καλάθι]
Κωδικός Πόρου 000465780
Τίτλος Φλεγμονή και αναλγησία : Ρόλος των νευροπεπτιδίων του στρες
Άλλος τίτλος Inflammation and analgesia
Συγγραφέας Καραγιάννη, Ευθυμία
Σύμβουλος διατριβής Βενυχάκη, Μαρία
Μέλος κριτικής επιτροπής Μαργιωρής, Ανδρέας
Καραλή, Αικατερίνη
Γραβάνης, Αχιλλέας
Τσατσάνης, Χρήστος
Καμπά, Μ.
Μπερτσιάς, Γεώργιος
Περίληψη Η φλεγμονώδης αντίδραση είναι μία φυσική απάντηση του οργανισμού σε παράγοντες που προκαλούν διαταραχή του ανοσοποιητικού συστήματος καθώς επίσης και στρες όπως παθογόνοι μικροοργανισμοί, χημικές ουσίες, ακτινοβολίες ή ακόμη και τραυματισμός. Μερικά από τα συμπτώματα της φλεγμονής είναι τα εξής: οίδημα, ερύθημα, τοπική αύξηση της θερμοκρασίας και πόνος. Ένας από τους βασικούς παράγοντες που ρυθμίζουν την απόκριση του οργανισμού στα στρεσογόνα ερεθίσματα είναι η εκλυτική ορμόνη της κορτικοτροπίνης (CRH), ένα νευροπεπτίδιο που ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά στον υποθάλαμο προβάτου. Η κεντρικά παραγόμενη CRH έχει αντι-φλεγμονώδη δράση η οποία διαμεσολαβείται από το τελικό προϊόν του υποθαλαμικού‐υποφυσιακού‐επινεφριδιακού (HPA) άξονα, τα γλυκοκορτικοειδή. Εκτός από το κεντρικό νευρικό σύστημα (ΚΝΣ), η CRH έχει ανιχνευθεί σε πληθώρα περιφερικών ιστών καθπώς επίσής και στα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος. Η τοπικά παραγόμενη CRH σε καταστάσεις φλεγμονής δρα ως προ-φλεγμονώδης παράγοντας. Η CRH διαμεσολαβεί τόσο τις αντι-φλεγμονώδεις όσο και τις προ φλεγμονώδεις δράσεις της μέσω δύο υποδοχέων, τον υποδοχέα 1 της CRH (CRF1) και τον υποδοχέα 2 της CRH (CRF2). Είναι γνωστό ότι πολλές φλεγμονώδεις ασθένειες συμπεριλαμβανομένης της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, χαρακτηρίζονται από το αίσθημα έντονου χρόνιου πόνου. Αρχικά, η διαχείριση του πόνου από τον οργανισμό αποδόθηκε αποκλειστικά στους μηχανισμούς του νευρικού συστήματος, σήμερα όμως υπάρχουν πολλές μελέτες που υποδεικνύουν την παραγωγή μορίων (οπιοειδή) που επάγουν αναλγησία και από περιφερικούς ιστούς, σε καταστάσεις φλεγμονής. Η περιφερική CRH έχει βρεθεί πως μπορεί να επάγει την παραγωγή οπιοειδών μορίων από κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος, τα οποία με τη σειρά τους δρουν στους περιφερικούς αισθητικούς νευρώνες και μειώνουν την αίσθηση του πόνου. Οι μελέτες που αφορούσαν στο ρόλο της CRH στον πόνο περιλάμβαναν κυρίως φαρμακολογικές μελέτες ή μελέτες στις οποίες είχε γίνει απενεργοποίηση του γονιδίου της CRH τοπικά. Στόχος της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνηθεί ο ρόλος της ενδογενούς CRH στον φλεγμονώδη πόνο. Για τον σκοπό αυτό, στα πειράματά μας χρησιμοποιήθηκε το μοντέλο μυών με γενετική έλλειψη της CRH (Crh-/- μύες), καθώς και μύες αγρίου τύπου (Crh+/+ μύες). Οι Crh /- μύες χαρακτηρίζονται επιπλέον από χαμηλά επίπεδα γλυκοκορτικοειδών στο πλάσμα. Στους μυς και των δύο γονότυπων χορηγήθηκε CFA (Complete Freund's Adjuvant) στο πίσω δεξί πέλμα, ενώ το αριστερό πέλμα αποτελούσε το πέλμα ελέγχου. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις οδού πόνου σε 3, 6 και 24 ώρες μετά τη χορήγηση του CFAμε τη μέθοδο Plantar Test (συσκευή Hargreaves Apparatus).Τα αποτελέσματά μας έδειξαν πως οι Crh-/- μύες εμφάνισαν χαμηλότερα επίπεδα ουδού πόνου σε σχέση με τους Crh+/+ μύς σε ό,τι αφορά στο φλεγμαίνον πέλμα. Η εκτίμηση του οιδήματος έγινε με τη βοήθεια του πληθυσμόμετρου. Οι Crh-/- μύες χαρακτηρίζονταν από τοπικό οίδημα μεγαλύτερου μεγέθους ήδη από τις 3 ώρες μετά την επαγωγή της φλεγμονής, το οποίο παρέμενε υψηλό ακόμη και 24 ώρες μετά. Προκειμένου να διερευνηθεί περαιτέρω η επαγόμενη από CFA φλεγμονώδης αντίδραση σε κυτταρικό και μοριακό επίπεδο, ελήφθησαν οι τοπικοί φλεγμαίνοντες ιστοί 6 ώρες μετά τη χορήγηση του CFA, χρονικό διάστημα που παρατηρήθηκαν οι μεγαλύτερες διαφορές στην αντίδραση στον πόνο και στον όγκο του οιδήματος ανάμεσα στους δύο γονότυπους. Ιστολογικές μελέτες έδειξαν μεγαλύτερη ανοσολογική αντίδραση στους Crh-/- μυς σε σχέση με τους Crh+/+ καθώς, παρατηρήθηκε μεγαλύτερη συγκέντρωση λευκοκυττάρων στους πρώτους. Παράλληλα, τα επίπεδα των προφλεγμονώδων κυτοκινών (IL-6, TNF-α και IL-1β) στους τοπικούς φλεγμαίνοντες ιστούς ήταν υψηλότερα στους Crh-/- μύς σε σχέση με τους Crh+/+. Η συγκέντρωση της IL-6 ήταν επίσης υψηλότερη στο πλάσμα των Crh-/- μυών 6 ώρες μετά τη χορήγηση του CFA σε σχέση με τους Crh+/+ μυς. Για να αποσαφηνιστεί περισσότερο ο ρόλος της CRH και των υποδοχέων της (CRF1 και CRF2) στο μοντέλο φλεγμονώδους πόνου που χρησιμοποιήσαμε, μελετήθηκε η έκφραση του mRNA των παραπάνω μορίων στους τοπικούς φλεγμαίνοντες ιστούς. Όπως αναμενόταν, δεν παρατηρήθηκε έκφραση του mRNA της CRH στους Crh-/- μυς, αλλά ούτε και στους μυς αγρίου τύπου. Οι υποδοχείς ανιχνεύτηκαν και στους δύο γονότυπους, με τα επίπεδα του mRNA του CRF2 να είναι πολύ χαμηλότερα στους Crh /- μυς σε σχέση με τους Crh+/+ μυς. Τα επίπεδα του mRNA του CRF1 δεν διάφεραν στατιστικώς σημαντικά μεταξύ των δύο γονότυπων. Σε ό,τι αφορά την επαγωγή οπιοειδών μορίων στους τοπικούς φλεγμαίνοντες ιστούς, βρέθηκε πως οι Crh-/- μύες είχαν μειωμένα επίπεδα του mRNA της POMC σε σχέση με τους μυς αγρίου τύπου 6 και 24 ώρες μετά τη χορήγηση του CFA. Οι Crh-/- μύες χαρακτηρίζονται, εκτός από τη γενετική έλλειψη της ενδογενούς CRH, και από χαμηλά επίπεδα γλυκοκορτικοειδών στο πλάσμα. Προκειμένου να διερευνηθεί αν τα αποτελέσματά μας οφείλονται στη γενετική έλλειψη της CRH ή στην ανεπάρκεια γλυκοκορτικοειδών, μελετήσαμε τόσο την αντίδραση στον πόνο αλλά και τη φλεγμονώδη αντίδραση σε μύες στους οποίους έγινε αποκατάσταση των επιπέδων των γλυκοκορτικοειδών στα φυσιολογικά με τη χορήγηση εξωγενώς γλυκοκορτικοειδών. Τα αποτελέσματα στους Crh-/- μύες με αποκατάσταση των γλυκοκορτικοειδών δεν είχαν διαφορές με αυτά των μυών αγρίου τύπου. Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης δείχνουν για πρώτη φορά το ρόλο της ενδογενούς CRH στο φλεγμονώδη πόνο. Η απουσία της CRH οδήγησε σε αυξημένα επίπεδα πόνου και ταυτόχρονα σε εντονότερή φλεγμονώδη αντίδραση, γεγονός που επιβεβαιώνει τον αντιφλεγμονώδη ρόλο της CRH στην επαγόμενη από CFA φλεγμονή διαμεσολαβούμενο, εν μέρει, από τα χαμηλά επίπεδα γλυκοκορτικοειδών. Πράγματι η χορήγησή γλυκοκορτικοειδών βελτίωσε κατά πολύ την εικόνα των Crh-/- μυών σε σχέση με τους παράγοντες φλεγμονής και την παραγωγή μορίων που επάγουν αναλγησία. Επιπλέον μελέτες βρίσκονται σε εξέλιξη για να διαπιστωθεί ο μοριακός μηχανισμός δράσης της CRH και των γλυκοκορτικοειδών και των μεσολαβούμενων μοριακών μονοπατιών στο φλεμονώδη πόνο.
Φυσική περιγραφή 135 [11]σ. : σχεδ., πιν., εικ.(μερ. εγχρ.) ; 30 εκ.
Γλώσσα Ελληνικά, Αγγλικά
Θέμα CRH
Cytokine
Cytokine
Glucocorticoid
Glucocorticoid
Pain
Pain
Γλυκοκορτικοειδή
Εκλυτική ορμόνη της κορτικοτροπίνης
Κυτοκίνες
Πόνος
Φλεγμονή
Ημερομηνία έκδοσης 2024-07-26
Συλλογή   Σχολή/Τμήμα--Ιατρική Σχολή--Τμήμα Ιατρικής--Διδακτορικές διατριβές
  Τύπος Εργασίας--Διδακτορικές διατριβές
Εμφανίσεις 192

Ψηφιακά τεκμήρια
No preview available

Κατέβασμα Εγγράφου
Προβολή Εγγράφου
Εμφανίσεις : 42