Περίληψη |
Στα πρώτα πέντε κεφάλαια της διατριβής παρουσιάζονται επιχειρήματα υπέρ της μη σημασιολογικής διάκρισης ανάμεσα στις γλώσσες Αυστηρής Αρνητικής Συμφωνίας και σε αυτές μη Αυστηρής Αρνητικής Συμφωνίας. Υποστηρίζεται ότι αυτό που διαφοροποιεί τις δύο ομάδες γλωσσών είναι ένα τυπικό χαρακτηριστικό το οποίο εισάγεται είτε από τους αρνητικούς δείκτες είτε από τις αρνητικές λέξεις. Παρουσιάζονται νέα στοιχεία από την Ελληνική τα οποία αμφισβητούν την ιδέα ότι η Ελληνική είναι μια κοινή γλώσσα Αυστηρής Αρνητικής Συμφωνίας αποτελώντας μια πρόκληση για μια θεωρία Αρνητικής Συμφωνίας. Η προτεινόμενη ανάλυση ασπάζεται τη βασική ιδέα του Zeijlstra (2004) ότι η Αρνητική Συμφωνία προκύπτει από την αρνητική συμφωνία ανάμεσα σε ένα στοιχείο με ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά και πολλαπλά στοιχεία με μη ερμηνεύσιμα χαρακτηριστικά. Ωστόσο, αποκλίνει από αυτήν σε βασικές υποθέσεις, καθώς υποστηρίζεται ότι δεν υπάρχει σημασιολογική διαφορά μεταξύ των σημασιολογικών ιδιοτήτων των αρνητικών λέξεων και των αρνητικών δεικτών, επομένως και μεταξύ των γλωσσών Αυστηρής Αρνητικής Συμφωνίας και μη Αυστηρής Αρνητικής Συμφωνίας εν γένει. Επιπλέον, προκύπτει ότι αν υιοθετηθεί η άποψη ότι ο έλεγχος χαρακτηριστικών είναι ξεχωριστή διαδικασία από την αξιολόγηση χαρακτηριστικών (Pesetsky & Torrego, 2007), τότε το φαινόμενο της Αρνητικής Συμφωνίας μπορεί να εξηγηθεί στη βάση ότι οι γλώσσες διακρίνονται σε σχέση με ένα τυπικό χαρακτηριστικό. Τα δύο τελευταία κεφάλαια της διατριβής εστιάζουν στη σημασιολογία αμφίσημων στοιχείων που έχουν ήδη εισαχθεί στη συζήτηση της Αρνητικής Συμφωνίας. Έπειτα, η συζήτηση εκτείνεται στα επιστημικά και στα παραχωρητικά στοιχεία, καθώς και στα απόλυτα υπερθετικά. Φαινομενικά μη συνδεόμενα στοιχεία (π.χ. επιστημικά, παραχωρητικά και υπερθετικά) συνδέονται λόγω ενός ομόφωνου στοιχείου με διακριτή σημασιολογική ερμηνεία, διακριτή συντακτική κατανομή και προσωδία. Το βασικό ερώτημα πίσω από αυτήν την κατηγοριοποίηση είναι εάν υπάρχει κάποια σύνδεση πίσω από μη συνδεόμενες ερμηνείες του ίδιου στοιχείου. Αν και δεν προκύπτει μια σαφής απάντηση σε όλες τις περιπτώσεις, προσφέρεται μια εικόνα των συντακτικών και σημασιολογικών τους ιδιοτήτων. Αυτό που συμπεραίνεται από τα προαναφερθέντα ζητήματα είναι ότι οποιαδήποτε θεωρία πρέπει να είναι αρκετά ευέλικτη, ώστε να μπορεί να εξηγήσει τις ιδιότητες στοιχείων με υβριδικές ιδιότητες σε συντακτικό και σημασιολογικό επίπεδο.
|