Περίληψη |
Εισαγωγή:
Tα περισσότερα όργανα και δομές του αναπτυσσόμενου εμβρύου σχηματίζονται τους
πρώτους μήνες μετά τη σύλληψη. Για το λόγο αυτό, το πρώτο τρίμηνο της κύησης θεωρείται
ένα κρίσιμο χρονικό διάστημα της εμβρυικής ανάπτυξης, ιδιαίτερα επιρρεπές σε επιβλαβείς
παράγοντες, οι οποίοι είναι είτε ενδογενείς, είτε εξωγενείς. Εκτός από τη διατροφή και
άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες, η παχυσαρκία της μητέρας πριν την κύηση έχει
συσχετισθεί, την τελευταία δεκαετία, με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης μεταβολικών
νοσημάτων στους απογόνους, όπως παχυσαρκία, δυσλιπιδαιμία και διαταραγμένη ανοχή
γλυκόζης, αλλά και αυξημένη εμφάνιση νευροψυχιατρικών διαταραχών στην παιδική ηλικία
και στην ενήλικο ζωή. Πέραν της παχυσαρκίας, κατά την κύηση δεν έχει μελετηθεί επαρκώς
μέχρι σήμερα η επίδραση άλλων παραμέτρων του μεταβολικού συνδρόμου και ιδιαιτέρως,
των παραγόντων εκείνων του ενδομητρίου περιβάλλοντος οι οποίοι επηρρεάζουν την
ανάπτυξη του λιπώδους ιστού και του νευρικού συστήματος στο αναπτυσσόμενο έμβρυο.
Παραδείγματος χάριν, αν και είναι γνωστό ότι τα επίπεδα βιταμίνης D της μητέρας
αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την ομαλή ανάπτυξη των οστών και του μυικού
συστήματος του εμβρύου, λίγα είναι γνωστά για τον πιθανό ρόλο της βιταμίνης D στην
εναπόθεση του λίπους και την νευροανάπτυξη των απογόνων.
Στόχος της παρούσας διατριβής ήταν να διερευνήσει το ρόλο παραγόντων του μεταβολικού
συνδρόμου της μητέρας και των επιπέδων 25(ΟΗ)-βιταμίνης D στο 1ο τρίμηνο κύησης με τη
σωματική ανάπτυξη και νευροανάπτυξη παιδιών ηλικίας 4 ετών στην Κρήτη, στο πλαίσιο της
Μελέτης Μητέρας-Παιδιού Κρήτης, Μελέτη ΡΕΑ.
Ειδικοί στόχοι:
1. Να μελετηθεί η σχέση παραγόντων του μεταβολικού συνδρόμου στις εγκύους, στο 1ο
τρίμηνο κύησης με την σωματική ανάπτυξη και την εμφάνιση παραγόντων
καρδιαγγειακού κινδύνου σε παιδιά ηλικίας 4 ετών.
2. Να μελετηθεί η σχέση παραγόντων του μεταβολικού συνδρόμου στις εγκύους, στο 1ο
τρίμηνο κύησης με την νευροανάπτυξη παιδιών ηλικίας 4 ετών. 3. Να μελετηθεί η σχέση των επιπέδων 25(ΟΗ)D στις εγκύους, στο 1ο τρίμηνο κύησης
με την σωματική ανάπτυξη και την εμφάνιση παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου
σε παιδιά ηλικίας 4 ετών.
4. Να μελετηθεί η σχέση των επιπέδων 25(ΟΗ)D στις εγκύους, στο 1ο τρίμηνο κύησης
με την νευροανάπτυξη παιδιών ηλικίας 4 ετών.
Μεθοδολογία:
Ο πληθυσμός της παρούσας διατριβής προέρχεται από την προοπτική μελέτη Μητέρας-
Παιδιού «Ρέα», στην οποία εντάχθηκαν έγκυες κατά τη διάρκεια ενός έτους (Μάρτιος 2007-
Φεβρουάριος 2008). Ο σχεδιασμός της μελέτης περιλάμβανε 3 διαδοχικές συναντήσεις με τις
εγκύους μέχρι και τον τοκετό και εν συνεχεία ακολούθησε παρακολούθηση των παιδιών με
συνεντεύξεις και δειγματοληψία αίματος στους 9 μήνες, στους 18 μήνες, στα 4 και στα 6 έτη
ζωής. Η συλλογή των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με τη χρήση ερωτηματολογίων, τη
συλλογή και φύλαξη βιολογικών δειγμάτων και την κλινική εξέταση των εγκύων και των
παιδιών τους. Οι μητέρες εκτιμήθηκαν κλινικά στο 1ο τρίμηνο της κύησης, κατά τη διάρκεια
της γυναικολογικής εκτίμησης για το 1ο υπερηχογράφημα του εμβρύου, με προσδιορισμό
του ύψους και του βάρους από ειδικά εκπαιδευμένους εξεταστές. Ταυτόχρονα συλλέχτηκαν
πληροφορίες για το βάρος των εγκύων πριν την εγκυμοσύνη και υπολογίστηκε ο δείκτης
μάζας σώματος προ της κύησης. Στην ίδια συνέντευξη εκτιμήθηκε η συστολική και
διαστολική πίεση και συλλέχθηκαν βιολογικά δείγματα για τον προσδιορισμό των
συγκεντρώσεων σακχάρου, λιπιδίων και 25(ΟΗ)-βιτ D των εγκύων.
Στα 4 έτη παρακολούθησης, ειδικά εκπαιδευμένοι ερευνητές πεδίου, ακολουθώντας
συγκεκριμένα πρωτοκολλα, μέτρησαν το βάρος, το ύψος, την περίμετρο μέσης, τις
δερματικές πτυχές και την αρτηριακή πίεση των παιδιών, ενώ ταυτόχρονα συλλέχθηκαν
βιολογικά δείγματα για τον προσδιορισμό των λιπιδίων στην προσχολική ηλικία. Επιπλέον
στα 6 έτη, το ποσοστό λίπους των παιδιών εκτιμήθηκε με τη μέθοδο της βιοηλεκτρικής
αντίστασης (BIA). Όσον αφορά την ψυχοκινητική ανάπτυξη των παιδιών στα 4 έτη ζωής,
ειδικά εκπαιδευμένοι ψυχολόγοι την αξιολόγησαν χρησιμοποιώντας τις Κλίμακες Εκτίμησης
Παιδικών Δεξιοτήτων (McCarthy Scales of Children's Abilities). Επίσης η αξιολόγηση
διαταραχών στη συμπεριφορά των παιδιών έγινε με τη συμπλήρωση από τις μητέρες ειδικών
ερωτηματολογίων που αφορούσαν τις δυνατότητες και τις δυσκολίες συμπεριφοράς των
παιδιών τους (SDQ questionnaire), καθώς και την εκδήλωση συμπτωμάτων ελείμματος προσοχής-υπερκινητικότητας (ADHD Test) στην προσχολική ηλικία. Τα δεδομένα που
συλλέχθηκαν αναλύθηκαν με πολυπαραγοντικά μοντέλα γραμμικής και λογιστικής
παλινδρόμησης.
Αποτελέσματα:
1) Κατά τη διερεύνηση της επίδρασης παραγόντων του μεταβολικού συνδρόμου στο 1ο
τρίμηνο κύησης με καρδιομεταβολικούς παράγοντες κινδύνου παιδιών προσχολικής
ηλικίας βρήκαμε ότι ο αυξημένος δείκτης μάζας σώματος της μητέρας πριν την
εγκυμοσύνη (υπέρβαρες/ παχύσαρκες) συσχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο υπέρβαρου
ή παχύσαρκου παιδιού στα 4 έτη ζωής, καθώς και αυξημένο κίνδυνο κεντρικής
παχυσαρκίας και αυξημένης ποσότητας λιπώδους μάζας στην προσχολική ηλικία.
Επίσης αύξηση της συγκέντρωσης της ολικής χοληστερόλης της μητέρας στο 1ο
τρίμηνο κύησης κατά 40mg/dl βρέθηκε να συσχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο
υπέρβαρου/παχύσαρκου παιδιόυ και αυξημένο πάχος των δερματικών πτυχών στα 4
έτη ζωής. Η συσχέτιση αυτή παρέμεινε στατιστικά σημαντική και ύστερα από έλεγχο
διαφόρων συνεπιδρώντων μεταβλητών, συμπεριλαμβανομένου του δείκτη μάζας
σώματος της μητέρας πριν την κύηση. Τέλος, τα αυξημένα επίπεδα διαστολικής
πίεσης της μητέρας, στο 1ο τρίμηνο κύησης, βρέθηκε να συσχετίζονται με αυξημένες
παραμέτρους παχυσαρκίας των απογόνων στα 4 έτη ζωής.
2) Από το σύνολο των παραγόντων του μεταβολικού συνδρόμου στο 1ο τρίμηνο κύησης
που μελετήσαμε, μόνο η παχυσαρκία της μητέρας πριν την κύηση βρέθηκε να
συσχετίζεται με σημαντικά χαμηλότερη επίδοση στην αντιληπτική, στην αριθμητική
και στη γενική γνωστική ικανότητα καθώς και στις επιτελικές λειτουργίες του
μετωπιαίου λοβού των απογόνων στα 4 έτη ζωής. Επίσης η παχυσαρκία της μητέρας
πριν την κύηση βρέθηκε να συσχετίζεται με αύξηση της εμφάνισης διαταραχών
συμπεριφοράς και εκδήλωσης συμπτωμάτων ελλειματικής προσοχής-
υπερκινητικότητας των παιδιών στα 4 έτη ζωής. Οι ανωτέρω συσχετίσεις παρέμειναν
σημαντικές και μετά από τον έλεγχο διάφορων συγχυτικών παραγόντων,
συμπεριλαμβανομένου του δείκτη μάζας σώματος του πατέρα.
3) Κατά τη διερεύνηση της επίδρασης των συγκεντρώσεων της 25(OH) βιτ D στο 1ο
τρίμηνο κύησης στην υγεία των παιδιών προσχολικής ηλικίας, βρέθηκε ότι τα 2/3 των
γυναικών που συμμετείχαν στη μελέτη μας έπασχαν από ανεπάρκεια βιταμίνης D. Οι
απόγονοι γυναικών με επίπεδα 25(ΟΗ) βιτ D στο χαμηλότερο τριτημόριο είχαν σημαντικά αυξημένο BMI SD score, αυξημένη κεντρικού τύπου παχυσαρκία και
υψηλότερο ποσοστό λίπους στα 4 έτη ζωής, συγκρινόμενοι με τους απογόνους
γυναικών με υψηλότερα επίπεδα 25(ΟΗ) βιτ D, στο πρώτο μισό της κύησης.
4) Σε αντίθεση, τα υψηλά επίπεδα 25(ΟΗ) βιτ D της μητέρας στο 1ο τρίμηνο της
κύησης φάνηκε να προστατεύουν από την ανάπτυξη διαταραχών στη συμπεριφορά
παιδιών προσχολικής ηλικίας, καθώς οι απόγονοι μητέρων με επίπεδα 25(ΟΗ) βιτ D
στο υψηλότερο τριτημόριο είχαν σηματικά λιγότερα συμπτωμάτα υπερκινητικότητας-
παρορμητικότητας και γενικά λιγότερα συμπτωμάτα ελλειματικής προσοχής (ADHD)
καθώς και λιγότερα προβλήματα συμπεριφοράς στα 4 έτη ζωής, συγκρινόμενοι με
απογόνους μητέρων με χαμηλότερα επίπεδα 25(ΟΗ) βιτ D στην κύηση. Οι ανωτέρω
συσχετίσεις παρέμεναν σημαντικές ύστερα από τον έλεγχο διαφόρων συγχυτικών
παραγόντων συμπεριλαμβανομέενου του δείκτη μάζας σώματος της μητέρας πριν την
κύηση και ήταν πιο ισχυρές στα κορίτσια από ότι στα αγόρια.
Συμπεράσματα: Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω, η παρούσα μελέτη έδειξε ότι τα
μεταβολικά νοσήματα της μητέρας και τα επίπεδα βιταμίνης D στο 1ο τρίμηνο της κύησης,
παίζουν σημαντικό ρολο στην εκδήλωση παχυσαρκίας και διαταραχών στην νευροανάπτυξης
παιδιών προσχολικής ηλικίας, ανεξάρτητα από κοινωνικοδημογραφικούς και γενετικούς
παράγοντες. Τα ευρήματα αυτά είναι ιδιαίτερα σημαντικά για τη δημόσια υγεία καθώς οι
ανωτέρω παράγοντες είναι δυνατόν να τροποποιηθούν με τον κατάλληλο σχεδιασμό
στρατηγικών πρόληψης και παρέμβασης, ιδιαίτερα σε ευπαθείς πληθυσμούς. Περαιτέρω
παρακολούθηση των παιδιών σε μεγαλύτερες ηλικίες είναι απαραίτητη, προκειμένου να
επιβεβαιωθούν και ισχυροποιηθούν τα παραπάνω συμπεράσματα.
|