Περίληψη |
Εισαγωγή: Η παιδική παχυσαρκία αποτελεί μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας
παγκοσμίως, και ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες χώρες. Ειδικά, σε παιδιά προσχολικής
και εφηβικής ηλικίας, η διαχρονική μελέτη του φαινομένου είναι μείζονος σημασίας
μιας και η παχυσαρκία σε αυτή την ηλικία μπορεί να προκαλέσει αρνητικές
επιπτώσεις στην υγεία τους ως ενήλικες και να επηρεάσει το σύνολο της ζωής τους.
Σκοπός: Σκοπός της εργασίας ήταν η μελέτη του προβλήματος της παιδικής
παχυσαρκίας και η ανάδειξη των παραγόντων που ενδέχεται να αυξάνουν τον κίνδυνο
εμφάνισής του και αφορούν στο δημογραφικό προφίλ της οικογένειας, τις συνήθεις
και τις συνθήκες κατά τη κύηση και τη γέννηση του παιδιού.
Δημόσια Υγεία-Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας-Υπηρεσίες Υγείας
Ιατρική Σχολή – Πανεπιστήμιο Κρήτης
iv
Μεθοδολογία: Η παρούσα μεταπτυχιακή εργασία εντάχθηκε στη μελέτη κοορτής
«ΡΕΑ». Η μελέτη Μητέρας-Παιδιού στην Κρήτη, μελέτη «ΡΕΑ», είναι μια προοπτική
μελέτη κοορτής 1500 εγκύων γυναικών (Ελληνίδων και αλλοδαπών) και των παιδιών
τους στο νομό Ηρακλείου. Το δείγμα της παρούσας εργασίας ήταν 952 παιδιά, για τα
οποία υπήρχαν μετρήσεις παχυσαρκίας στα 4, 7 ή/και 11 έτη, καθώς και δεδομένα για
το δημογραφικό προφίλ της οικογένειας, όπως τη διάρκεια κύησης, τη διάρκεια
θηλασμού και το βάρος γέννησης, τις καπνιστικές συνήθειες της μητέρας και τον
δείκτη μάζας σώματος kg/m2
(BMI) των γονέων και του παιδιού.
Αποτελέσματα: Τα παιδιά στην πλειονότητά τους είχαν φυσιολογικό βάρος στα 4
τους χρόνια (ν=699, 73.4%) με μέσο BMI 16.2 kg/m2
, ενώ το 13.8% (ν=131) ήταν
παχύσαρκα. Όμοια εικόνα παρατηρήθηκε μεταξύ αγοριών κοριτσιών, χωρίς
στατιστικά σημαντικές διαφορές. Αντίστοιχα, φυσιολογικό βάρος στα 7 χρόνια είχε
το 43.2% (ν=411) των παιδιών και παχύσαρκα ήταν το 13.8% (ν=131). Ο μέσος BMI
στα 7 χρόνια παρέμεινε ίδιος με τα 4 χρόνια (16.2 kg/m2
, 2.8 kg/m2
) και ο μέσος BMI
στα 11 χρόνια ήταν 19.8 kg/m2
(5 kg/m2
). Το βάρος γεννήσεως φάνηκε να σχετίζεται
ελαφρώς με την αύξηση του BMI στα 4 χρόνια (rho=0.1, Pvalue=0.004), αλλά όχι με
τον BMI στις άλλες ηλικίες. Η διάρκεια θηλασμού παρουσίασε αρνητική ελαφριά
συσχέτιση με τον BMI στα 4 (rho=-0.09, Pvalue=0.0008) και στα 7 χρόνια (rho=-0.1,
Pvalue=0.015). Τέλος, θετικές ελαφριές συσχετίσεις εντοπίσθηκαν με τον BMI της
μητέρας και του πατέρα και στις τρεις ηλικιακές φάσεις μετρήσεων. Από το
πολυπαραγοντικό μοντέλο λογιστικής παλινδρόμησης για τον κίνδυνο
υπέρβαρου/παχύσαρκου παιδιού στα 4 χρόνια, φάνηκε ότι έπαιζαν ρόλο η διάρκεια
θηλασμού (RR=0.19, 95%CI=0.012-0.304), ο BMI της μητέρας (RR=1.92,
95%CI=1.881-1.965) και του πατέρα (RR=1.9, 95%CI=1.855-1.954). Τέλος, το
κάπνισμα κατά την εγκυμοσύνη είχε RR=0.6 (95%CI=0.350-0.924). Παρόμοια
εικόνα παρουσιάστηκε για την ηλικία των 7 χρόνων, και για την ηλικία των 11
χρόνων οι σημαντικοί παράγοντες ήταν μόνο ο BMI της μητέρας (RR=1.1,
95%CI=1.049-1.159) και ο BMI του πατέρα (RR=1.19, 95%CI=1.113-1.280).
Συμπεράσματα: Ο ρόλος του θηλασμού και της παχυσαρκίας των γονέων στην
αύξηση του κινδύνου της παιδικής παχυσαρκίας έγινε εμφανής από την παρούσα
μελέτη. Επιπρόσθετα, τα αξιοσημείωτα ποσοστά υπέρβαρων και παχύσαρκων
παιδιών σε συνδυασμό με τη διατροφή των παιδιών και την άσκηση (τρόπο ζωής)
μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο μελλοντικών μελετών.
|