Περίληψη |
Εισαγωγή: Μεγάλο ποσοστό ασθενών που νόσησαν από COVID-19 αναφέρουν συμπτώματα ακόμη και 12 εβδομάδες μετά το πέρας της οξείας λοίμωξης. Η δύσπνοια και η κόπωση αποτελούν τα συνηθέστερα αυτών. Ο παθοφυσιολογικός μηχανισμός και οι παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη του post-COVID-19 συνδρόμου δεν έχουν κατανοηθεί πλήρως. Η εκτίμηση και η παρακολούθηση των ασθενών με το συγκεκριμένο σύνδρομο είναι ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής.
Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να εκτιμήσει την μυϊκή ισχύ και την αναπνευστική λειτουργία ένα έως έξι μήνες μετά τη νόσηση σε ασθενείς που νόσησαν από λοίμωξη COVID-19 με ήπια, μέτρια ή σοβαρή νόσο.
Μεθοδολογία: Σε αυτήν τη προοπτική μελέτη κοορτής συμπεριλήφθηκαν ασθενείς με εργαστηριακά επιβεβαιωμένη νόσο COVID-19 οι οποίοι εκτιμήθηκαν έναν ως έξι μήνες μετά τη λοίμωξη κατά το διάστημα Ιούνιος 2022 έως Δεκέμβριος 2022. Συγκεκριμένα, συλλέχθηκαν δημογραφικά στοιχεία, στοιχεία από το ατομικό αναμνηστικό και τον εμβολιασμό, την περίοδο νόσησης, απεικονιστικά στοιχεία και αναφερόμενα συμπτώματα μετά την λοίμωξη. Η εκτίμηση της αναπνευστικής λειτουργίας των ασθενών πραγματοποιήθηκε με τη δοκιμασία σπιρομέτρησης και η εκτίμηση της μυϊκής ισχύς με μέτρηση δύναμης της λαβής μέσω δυναμόμετρου. Η στατιστική ανάλυση των δεδομένων έγινε με παραμετρικές και μη παραμετρικές δοκιμασίες ανάλογα με τις υπό εξέταση μεταβλητές.
Αποτελέσματα: Συνολικά στη μελέτη συμπεριελήφθησαν 250 ασθενείς που νόσησαν και επιβίωσαν από τον ιό COVID-19. Οι ασθενείς είχαν μέσο όρο ηλικίας 50,416,3 και οι 137 ήταν γυναίκες. Η βαρύτητα νόσου κυμάνθηκε στη μεγάλη πλειοψηφία από ήπια (65,2%) έως σοβαρή (23,2%) με μόνο το 2% των ασθενών να είναι ασυμπτωματικοί και 2% σε κρίσιμη κατάσταση. Τα αναφερόμενα post-COVID συμπτώματα των ασθενών κατά τον πρώτο μήνα εκτίμησης κυμάνθηκαν σε πολύ υψηλά επίπεδα σε όλους τους ασθενείς (84,4%). Η δύσπνοια και η κόπωση αποτέλεσαν τα συχνότερα σε σοβαρά νοσήσαντες. Από το σύνολο των ασθενών, 71 (28,4%) ελέγχθηκαν με σπιρομέτρηση. Σημαντικά υψηλότερα ποσοστά κινδύνου διάγνωσης πνευμονοπάθειας αποφρακτικού ή περιοριστικού τύπου είχαν ασθενείς με μέτρια έως κρίσιμη βαρύτητα νόσου (p=0,014), καθώς και ασθενείς οι οποίοι χρειάσθηκε να νοσηλευτούν σε Κλινική COVID-19 ή σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) (p<0,001). Η δύναμη της λαβής (hand grip strength) των ασθενών κατά τη διάρκεια των επανεκτιμήσεων ήταν σημαντικά μειωμένη σε ασθενείς με συννοσηρότητες (p=0,001) και σε ασθενείς που ανέφεραν post-COVID συμπτωματολογία στους 6 μήνες μετά τη νόσο (p=0,047).
Συμπεράσματα: Η παρακολούθηση και η διαχείριση των post-COVID-19 ασθενών αποτελεί μία πρόκληση για τους υγειονομικούς, καθώς χρήζει πολύπλευρης προσέγγισης. Η έκπτωση της αναπνευστικής λειτουργίας και της μυϊκής ισχύος απαντάται πολύ συχνά σε αυτούς τους ασθενείς και σχετίζεται με τη βαρύτητα της νόσου και την ύπαρξη συννοσηροτήτων. Περαιτέρω έρευνα απαιτείται για τις συνέπειες του post-COVID-19 συνδρόμου, καθώς και για τη διαχείριση των ασθενών αυτών, με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους.
|