Περίληψη |
Η σχέση του ανθρώπου με τη θάλασσα αρχίζει από τα πρώτα χρόνια της εμφάνισης του πάνω στη γη. Ενώ η φυσική ιστορία των θαλασσίων οργανισμών μετρά περισσότερο από δύο χιλιετίες ζωής. Ήδη τον τέταρτο π.Χ. αιώνα πρώτος ο Αριστοτέλης αποπειράθηκε μια πρώτη συστηματική κατάταξη των οργανισμών. Παρά το μακρύ χρόνο που έχει διανύσει η επιστήμη της θαλάσσιας βιολογίας το ενδιαφέρον της ακόμη εστιάζεται στα παράκτια συστήματα. Η προσπάθεια του ανθρώπου να γνωρίσει τον κόσμο των βαθιών θαλασσών είναι κάτι πολύ πρόσφατο. Το δειγματοληπτικό πεδίο της παρούσας εργασίας επικεντρώνεται στην Ανατολική Μεσόγειο και συγκεκριμένα στο Κρητικό Πέλαγος. Η επιλογή του συγκεκριμένου χώρου πέρα από την εγγύτητα της με το Πανεπιστήμιο Κρήτης και το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας Κρήτης πραγματοποιήθηκε λόγω του ότι αποτελεί ένα χώρο εξαιρετικού ενδιαφέροντος. Το ενδιαφέρον αυτό πηγάζει κυρίως από την «άγνοια» του συγκεκριμένου πεδίου συγκρινόμενο με άλλες περιοχές π.χ. Δυτική Μεσόγειος αλλά και από το γεγονός ότι αποτελεί ένα εξαιρετικά αμφιλεγόμενο περιβάλλον. Η παρούσα εργασία επικεντρώθηκε στην μελέτη της μεσοπελαγικής ζώνης δηλαδή περιλαμβάνει βάθη από τα 200 μέτρα μέχρι τα 700 μέτρα. Επιλέχθηκε η λογική της ευθείας διατομής η οποία είχε κατεύθυνση από βορρά προς νότιο και μήκος 14 ναυτικά μίλια ενώ απείχε 4 ναυτικά μίλια από την ξηρά. Σε παράλληλη θέση με την επιλεγμένη διατομή και σε απόσταση περίπου 11 μιλίων από τη μέση του Κρητικού κόλπου που βρίσκεται η νήσος Ντία. Τα δείγματα πάρθηκαν με τη βοήθεια ημιποσοτικού δειγματολήπτη Anchor dredge και η προσοχή μας εστιάστηκε στην αναγνώριση και την κατάταξη των βενθικών μακροπανιδικών οργανισμών καθώς και των σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ τους, αλλά και τη συσχέτιση τους με τις φυσικοχημικές παραμέτρους του Κρητικού Πελάγους. Δείγματα πάρθηκαν τον Απρίλιο από τα 200, 500, 700 μέτρα βάθος και τους μήνες Ιούνιο, Αύγουστο και Νοέμβριο από τα 500 μέτρα βάθος. Συνολικά από την ανάλυση των δεδομένων προέκυψαν τα εξής: η ομάδα των Πολυχαίτων εμφανίζει τη μεγαλύτερη αφθονία, ακολουθούν τα Σωληνοειδή, τα Καρκινοειδή, τα Μαλάκια και τελευταία τα Εχινόδερμα στο σύνολο όλων των σταθμών. Ο συνολικός αριθμός ειδών που καταγράφηκε ήταν 132. Από αυτά το μεγαλύτερο αριθμό ειδών εμφανίζει η ομάδα των Καρκινοειδών με 48 είδη, έναντι των 45 ειδών από τα οποία απαρτίζεται η ομάδα των Πολυχαίτων. Ακολουθούν τα Μαλάκια με 27 είδη, τα Σωληνοειδή με 9 είδη και τέλος τα Εχινόδερμα με 3 μόνο είδη. Ο μεγαλύτερος αριθμός ειδών εντοπίζεται στο σταθμό των 200 μέτρων τον Απρίλιο και στο σταθμό των 500 μέτρων τον Ιούνιο με 69 είδη, ενώ ο σταθμός με το μικρότερο αριθμό ειδών είναι αυτός του Νοεμβρίου των 500 μέτρων βάθος με 42 είδη. Επισημαίνεται ότι στα πλαίσια των σταθμών που εξετάστηκαν εντοπίστηκαν και αναγνωρίστηκαν κάποια είδη κυρίως Καρκινοειδών που με βάση τις βιβλιογραφικές αναφορές για το συγκεκριμένο πεδίο χαρακτηρίζονται ως εξαιρετικά σπάνια για τα «νερά» του Κρητικού Πελάγους αλλά και για την Ανατολική Μεσόγειο γενικότερα. Τέτοια είναι τα είδη των ΑΜφιπόδων Bruzelia typica, Prachynella mediterranea, Lepidepecreum subclypeatum. Καταλυτικά στη σύνθεση των κοινοτήτων φαίνεται να λειτουργεί χλωροφύλλη α. με βάση τα αποτελέσματα του προγράμματος BIOENV. Από τη στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων προκύπτει η διάκριση δύο ομάδων αυτής του σταθμού των 200 μέτρων και αυτή των βαθύτερων σταθμών (500-700 m). Από τη χρήση του προγράμματος SIMPER αυτό αποδίδεται κατά πρώτο λόγο στην ύπαρξη του Σωληνοειδούς Apiosoma murinae στους βαθύτερους σταθμούς το οποίο και συνεισφέρει σε ποσοστό 4,45% στη διάκριση των παραπάνω δύο ομάδων. Σημαντικό ρόλο φαίνεται να παίζει και η περίοδος της δειγματοληψία η οποία αφενός μεν περιλαμβάνει το σύνολο των σταδίων σχηματισμού και κατάρρευσης του θερμοκλινούς, που αποτελεί παράγοντα που σχετίζεται άμεσα με την παροχή τροφής στα βαθύτερα στρώματα και αφετέρου σχετίζεται με την εγκαθίδρυση νέων ατόμων στους πληθυσμούς κάποιων ειδών.
|