Περίληψη |
Ο στόχος της παρούσας εργασίας είναι να ανιχνεύσει, να αναδείξει και να
ερμηνεύσει τον τρόπο με τον οποίο ο Ούγγρος διανοητής και ιστορικός της τέχνης
−μαρξιστικών καταβολών και επιρροών− Άρνολντ Χάουζερ (Arnold Hauser) προσλαμβάνει και χρησιμοποιεί τις έννοιες και τους τεχνοϊστορικούς όρους του μπαρόκ και του ροκοκό.
Στο πρώτο κεφάλαιο, προκειμένου να γίνει κατανοητή η πρόσληψη του μπαρόκ και του ροκοκό από τον Χάουζερ, καταγράφεται γενικά η σκέψη του σχετικά με βασικούς όρους που αφορούν είτε την γενικότερη ιδεολογική του συγκρότηση είτε έννοιες και ζητήματα που σχετίζονται με την μεθοδολογία της ιστορίας της τέχνης μέσα από το πρίσμα μιας ιδιαίτερης μορφής κοινωνικοϊστορικής προσέγγισης που προκρίνει ο Χάουζερ. Αρχικά, λοιπόν, γίνεται μια γενική αναφορά στη διαδρομή της ζωής του, στο περιβάλλον μέσα στο οποίο διαμορφώθηκαν οι απόψεις του με επισήμανση των κυριότερων σταθμών στην πορεία αυτή, καθώς επίσης και στους διανοητές και μελετητές που επηρέασαν την σκέψη του. Αυτή η περιληπτική αναφορά συνεισφέρει στον εντοπισμό της προέλευσης και της εξέλιξης της θεωρίας του Χάουζερ που καθόρισε τις ιδεολογικές και μεθοδολογικές του θέσεις. Στη συνέχεια αναλύονται από τη σκοπιά του Χάουζερ, σε πρώτη φάση οι έννοιες της ιστορίας, της ιστορίας της τέχνης, και ο σύνδεσμος μεταξύ τους∙ πώς αυτές γονιμοποιούνται με την κοινωνική ιστορία της τέχνης και την κοινωνιολογία, πώς αντιλαμβάνεται την κοινωνιολογική μέθοδο και ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της, –όλα αυτά μέσα στον δοκιμαστικό σωλήνα του μαρξισμού όπου εμποτίζονται, νοηματοδοτούνται περαιτέρω και λαμβάνουν τη θέση τους στη σκέψη του∙ γίνονται οι βασικοί πυλώνες και οι άξονες-εργαλεία, με τα οποία ο Χάουζερ δομεί το θεωρητικό του σύμπαν στο πεδίο της ιστορίας της τέχνης.
Εντός αυτού του κεφαλαίου εντάσσεται η ενότητα που είναι αφιερωμένη στο ζήτημα του στυλ, μιας θεμελιώδους τεχνοϊστορικής έννοιας. Με αφορμή τη σθεναρά διατυπωμένη αντίθεση του Χάουζερ στις ιδεαλιστικές και μορφολογικές μεθόδους και ιδιαίτερα στον φορμαλισμό του Heinrich Wölfflin −ο οποίος αν και επανερμήνευσε και επαναξιολόγησε το μπαρόκ, αγνοεί, σύμφωνα με τον Χάουζερ, τις κοινωνιολογικές προϋποθέσεις που συντελούν στην τεχνοτροπική αυτή έκφραση−, προβάλλονται οι θέσεις του Χάουζερ.
Τέλος, εξετάζεται το πλαίσιο και οι συνθήκες υποδοχής του έργου του Χάουζερ.
Στο δεύτερο και τρίτο κεφάλαιο εξετάζονται οι θέσεις του Χάουζερ σε σχέση με
τη σημασιολόγηση, τα όρια, τις αντιλήψεις, και την περιοδολόγηση των δύο αυτών
τεχνοϊστορικών κατηγοριών. Η ανάλυση του Χάουζερ για το μπαρόκ και αντίστοιχα για το ροκοκό ξεκινά από την προϋπόθεση ότι το «στυλ» και η «κοινωνία» αποτελούν μια ενοποιημένη, αν και πολύπλοκη μερικές φορές, ολότητα. Ο χαρακτήρας της τέχνης, μαζί με τα μείζονα χαρακτηριστικά της όπως το στυλ, σχετίζονται με τη δυναμική της κοινωνικής και ιστορικής αλλαγής. Στρέφεται προς τον διαλεκτικό υλισμό, τον μαρξισμό τον οποίο διαχειρίζεται ως επεξηγηματικό σύστημα και ως βασική ερμηνευτική του αρχή και την κοινωνιολογία για να διερευνήσει την επίδραση των κοινωνικών και οικονομικών
σχέσεων στο στυλ· εκφράζει τη βεβαιότητά του ότι η στυλιστική μορφοποίηση και η αλλαγή είναι απαραίτητες συσχετίσεις των κοινωνικο-οικονομικών δομών.
Παράλληλα όμως, ήδη από το 1958, σπεύδει να διευκρινίσει ότι η τέχνη δεν θα
πρέπει να θεωρείται απλά ως άμεση αντανάκλαση των κοινωνικο-οικονομικων
συνθηκών. Οι μαρξιστικές αρχές της ιστορικής και της κοινωνικής κατανόησης, η
κεντρική θέση της έννοιας της τάξης και της, απορρέουσας από αυτή, ταξικής πάλης, ο κοινωνικός και πολιτιστικός ρόλος των ιδεολογιών και η καθοριστική επιρροή των τρόπων οικονομικής παραγωγής στην τέχνη είναι τα εργαλεία με τα οποία επιχειρεί να ερμηνεύσει την εκδήλωση και άνθιση του μπαρόκ και στη συνέχεια του ροκοκό.
Το γενικό ερμηνευτικό σχήμα που διατρέχει το πρώτο του έργο, την Κοινωνική
Ιστορία της Τέχνης, αλλά που υποστηρίζεται –ίσως όχι πάντα απόλυτα, με
προσεκτικές όμως διορθώσεις και μικρές μετατοπίσεις– και από το σύνολο του έργου του, εφαρμόζεται και εξειδικεύεται στην πρόσληψη του Χάουζερ για το μπαρόκ και το ροκοκό. Η πρόσληψη του εμπνέεται, καθοδηγείται και προσαρμόζεται σύμφωνα με τις γενικές αρχές που ισχύουν στη μελέτη της ιστορίας της τέχνης με βάση τη σύνδεση και ερμηνεία του στυλ από τις μορφές της κοινωνικής ζωής –όλα αυτά με μαρξιστικό πρόσημο και ώσμωση. Η εγκαθίδρυση και κυριαρχία μιας τεχνοτροπίας, για τον Χάουζερ, είναι πάντα αλληλένδετη με την κοινωνική ομάδα, τάξη, ή στρώμα που την υποστηρίζει και παράλληλα είναι εκείνη κυριαρχεί πολιτικά στη δεδομένη χρονική περίοδο. Αυτή η κυριαρχία οφείλεται στις γενικότερες οικονομικές συνθήκες και τους παράγοντες (περιλαμβάνονται οι τρόποι και τα μέσα παραγωγής καθώς και οι παραγωγικές σχέσεις) που επικρατούν κάθε φορά. Η όποια αλλαγή τους (επέρχεται λόγω) επιφέρει, αντιστοίχως, νομοτελειακά αλλαγή της κυριαρχούσας κοινωνικής
τάξης και κατά συνέπεια την παρακμή της μέχρι τότε επικρατούσας τεχνοτροπίας κα ανάδυση μιας νέας που την εξυπηρετεί και την εκφράζει (την νέα ηγεμονεύουσα τάξη). Γενικότερα, οι μετατοπίσεις στο οικονομικό, πολιτικό πεδίο καθώς και στο αντίστοιχο ιδεολογικό και στους θεσμούς που συγκροτούν το «εποικοδόμημα» (η θρησκεία είναι ένας πρωτεύων θεσμός) συνοδεύονται ή ακολουθούνται από μετατοπίσεις στις μορφές τέχνης και τα στυλ τους. Κατανοεί το ίδιο το στυλ ως μια μορφή κοινωνικής ανάπτυξης. Όμως, ο Χάουζερ υπολογίζει παράλληλα τον ατομικό-υποκειμενικό καθώς και τον ψυχολογικό παράγοντα ως συνδιαμορφωτές των στυλ τέχνης –ατομικών ή ομαδικών.
Το δεύτερο κεφάλαιο αναφέρεται στο μπαρόκ, στις ποικίλες μορφές
εκδήλωσης του σε διαφορετικές γεωγραφικές-κυριαρχικές οντότητες με βάση τον
κύριο παράγοντα που επέδρασε καταλυτικά στη μορφή και στον χαρακτήρα που
εμφάνισε: το καθολικό δόγμα στην παπική ιταλική χερσόνησο με αιχμή του δόρατος την Αντιμεταρρύθμιση, παρήγαγε μια θρησκευτική προπαγανδιστική τέχνη· το πολίτευμα στην απολυταρχική Γαλλία –εδώ η τέχνη, εκπορευόμενη από τον βασιλιά και την αυλή του, λειτούργησε ως μια μορφή κρατικής προπαγάνδας– όπου ο κλασικισμός (ή το κλασικιστικό μπαρόκ) επιβλήθηκε ως το απόλυτο δόγμα· τέλος, τον συνδυασμό των δυο αναφερθέντων παραγόντων στις Κάτω Χώρες όπου ανάπτυξε δύο εκ διαμέτρου αντίθετες καλλιτεχνικές προτάσεις: την κυριαρχία του αυλικού χαρακτήρα της τέχνης στον Καθολικό και υπό ισπανική επικυριαρχία Νότο και αντίστοιχα, στον ανεξάρτητο πλέον, προτεσταντικό και δίχως ηγεμονική αυταρχική διακυβέρνηση Βορρά, την κυριαρχία του αστικού χαρακτήρα της. Στις δυο πρώτες περιπτώσεις, προϋπόθεση αλλά και παράλληλα ζητούμενο για την επικράτηση της επιδιωκόμενης μορφής τέχνης ήταν ο περιορισμός της καλλιτεχνικής ελευθερίας του καλλιτέχνη και η καθοδήγησή του σε αυστηρά καθορισμένες νόρμες και αποδεκτά πλαίσια έκφρασης. Στην τρίτη περίπτωση και πιο συγκεκριμένα στην Ολλανδία, η επισήμανση της παράλληλης ελευθερίας αλλά οικονομικής ανασφάλειας και αποξένωσης που αρχίζουν να βιώνουν οι καλλιτέχνες λόγων των αλλαγών στις σχέσεις καλλιτεχνών-παραγγελειοδοτών-κοινού είναι ένα στοιχείο που θίγεται.
Το τρίτο κεφάλαιο πραγματεύεται την προσέγγιση του Χάουζερ στο ροκοκό
ως διάδοχη κατάσταση του μπαρόκ. Πιο συγκεκριμένα, περιορίζεται στην εκδήλωση και άνθιση του στη Γαλλία, με χρονικό ορίζοντα –σε γενικές γραμμές– τη βασιλεία του Λουδοβίκου ΙΕ΄, παρόλο που ο Χάουζερ υποστήριζε ότι ήταν το τελευταίο καθολικά επικρατών καλλιτεχνικό στυλ στην Ευρώπη. Η διαδοχή δεν γίνεται άμεσα, αλλά μεσολαβεί μια μορφή τέχνης με αντικλασικά χαρακτηριστικά που ταυτίζεται με την διακυβέρνηση της Αντιβασιλείας. Σύμφωνα με την μαρξιστικής επιρροής τεχνοϊστορική προσέγγιση του Χάουζερ, το αυλικό μπαρόκ έδωσε τη θέση του στο αριστοκρατικό ροκοκό που με τη σειρά του το διαδέχθηκε ο (νέο)κλασικισμός της αστικής επαναστατικής τάξης προς τα τέλη του 18ου αιώνα. Οι μεταβάσεις και αλλαγές στο στυλ οφείλονται σε κοινωνικούς λόγους· ένας κυρίαρχος είναι η διαφοροποίηση της προστασίας και παραγγελιοδοσίας στο πεδίο της τέχνης: διαδοχικά από τον μονάρχη και την αυλή του, περνά στην αριστοκρατία και κατόπιν προοδευτικά στην αστική τάξη.
|