Περίληψη |
Η σεξουαλικότητα είναι μία βασική πτυχή της ανθρώπινης οντότητας και ένα θέμα που έχει προκαλέσει αρκετές διαφωνίες και εντάσεις στον ερευνητικό χώρο. Ωστόσο, από τη σύγχρονη βιβλιογραφία φαίνεται πως ολοένα και περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν σχετικά με την επιρροή της σεξουαλικότητας στη ζωή του ατόμου και εστιάζουν στα οφέλη που μπορεί να παρέχει η σεξουαλική αγωγή, ειδικά όταν διδάσκεται από μικρή ηλικία. Η συζήτηση γύρω από τη σεξουαλική αγωγή μπορεί να είναι δύσκολη για κάθε γονέα. Ειδικότερα για τις οικογένειες ατόμων με Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ) το θέμα μπορεί να είναι ιδιαίτερα προκλητικό. Τα άτομα με ΔΑΦ ,συχνά, υστερούν αναπτυξιακά σε σχέση με τους τυπικά αναπτυσσόμενους συνομηλίκους τους. Μπορεί να χρειάζονται βοήθεια για να κατανοήσουν τη συναίνεση ή να βρουν πώς να θέσουν τα κατάλληλα όρια. Ακόμη, όταν αρχίζουν να εξερευνούν τις ρομαντικές σχέσεις μπορεί να χρειάζονται περισσότερες και σαφείς οδηγίες για τους κοινωνικούς κανόνες που τις διέπουν. Προς αυτήν την κατεύθυνση ο ρόλος των γονέων και των φροντιστών κρίνεται καθοριστικός για τον τρόπο που ένα παιδί, έφηβος και ενήλικας με ΔΑΦ δύναται να αντιμετωπίσει τις επερχόμενες αλλαγές στη σεξουαλική συμπεριφορά. Η σημασία του ρόλου των γονέων ενθαρρύνει την ανάγκη για μια μελέτη για τον προσδιορισμό της αντίληψής τους σχετικά με τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση. Στην παρούσα μελέτη συμμετείχαν 65 γονείς/φροντιστές παιδιών με ΔΑΦ και ως μέσο συλλογής δεδομένων χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο, το οποίο στηρίχθηκε στο ήδη δομημένο ερωτηματολόγιο της έρευνας «High-functioning autism and sexuality: A parental perspective» (Stokes & Kaur, 2005). Το συγκεκριμένο εργαλείο έχει αξιοποιηθεί και σε άλλες σχετικές έρευνες και έχει επιβεβαιωθεί η αξιοπιστία και η εγκυρότητά του (Kalyva, 2010; Plexousakis et al., 2020), με τον δείκτη α του Cronbach να κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα (> 0,7) σε όλες τις αναφερόμενες έρευνες συμπεριλαμβανομένης και της παρούσης. Από την ανάλυση των δεδομένων προκύπτει πως τα άτομα με ΔΑΦ, ειδικά σε ηλικίες 12-18 και 18-30 ετών, εμφανίζουν ανάρμοστες σεξουαλικές συμπεριφορές -ακόμη και δημόσια, οι οποίες παρουσιάζονται συχνότερα σε άτομα με ΔΑΦ χαμηλής λειτουργικότητας. Ακόμη, διαπιστώνεται πως αρκετοί γονείς ανησυχούν για το αν η συμπεριφορά των παιδιών τους παρερμηνεύεται ως σεξουαλική και αν θα βρουν κάποιον/α σύντροφο στη ζωή τους. Τέλος, φαίνεται πως τα άτομα με ΔΑΦ έχουν περιορισμένες γνώσεις σχετικά με ζητήματα σεξουαλικότητας και πως οι γονείς κρίνουν απαραίτητη τη συμμετοχή των παιδιών τους σε προγράμματα σεξουαλικής αγωγής. Συνεπώς, στόχος της συγκεκριμένης μελέτης είναι να διερευνηθούν τόσο οι απόψεις των γονέων των ατόμων με ΔΑΦ, ηλικίας 4-30, σχετικά με θέματα σεξουαλικότητας όσο και οι στάσεις τους απέναντι στη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση.
|