Περίληψη |
Σκοπός: Η ανάπτυξη και αξιολόγηση μιας νέας μεθόδου, βασισμένη στην
θεωρία της στατιστικής εντροπίας. Η προτεινόμενη μέθοδος προσπαθεί να
επιτύχει την αντικειμενική αξιολόγηση των χαρακτηριστικών της βάδισης
ασθενών με στένωση οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης καθώς και να
εκτιμήσει την μετεγχειρητική εξέλιξη των ασθενών με σπονδυλική στένωση.
Επιπλέον προσπαθεί να επιτύχει την αντικειμενική αξιολόγηση της
μεταβλητότητας της βάδισης τραυματιών με οξεία ρήξη πρόσθιου χιαστού
συνδέσμου.
Μέθοδοι: Αρχικά, συμπληρώθηκε το ιατρικό ιστορικό και το πρωτόκολλο
Oswestry. Για τις μετρήσεις της βάδισης χρησιμοποιήθηκε αισθητήρας
επιτάχυνσης τριών αξόνων. Το σήμα της επιτάχυνσης επεξεργάστηκε με
κατάλληλο λογισμικό και υπολογίστηκε η στατιστική εντροπία του σήματος. Η
διάταξη της μέτρησης τοποθετήθηκε στο κέντρο βάρους του σώματος των
εξεταζομένων. Οι μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν σε ευθύγραμμο διάδρομο,
χωρίς ανωμαλίες.
Δύο ομάδες εξεταζομένων συμμετείχαν στην πρώτη μελέτη. Το δείγμα
ασθενών αποτελούνταν από ασθενείς με σπονδυλική στένωση (n=35), ενώ το
δείγμα ελέγχου αποτελούνταν από υγιείς (n=35). Με τη χρήση Μαγνητικής και
Αξονικής Τομογραφίας, επιλέχθηκαν όσοι ασθενείς διαγνώστηκαν με στένωση
οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης. Αποκλείσθηκαν όσοι εξεταζόμενοι
έπασχαν από οποιαδήποτε άλλη μυοσκελετική ή νευρομυϊκή πάθηση ή
τραυματισμό. Πραγματοποιήθηκε σύγκριση των τιμών των δειγμάτων με τη
χρήση του t-test. Η ROC ανάλυση χρησιμοποιήθηκε για να εκτιμήσει την
διαγνωστική ικανότητα της μεθόδου.
Στόχος της δεύτερης μελέτης, ήταν η αξιολόγηση της ικανότητας της
μεθόδου να πραγματοποιεί μετεγχειρητική εκτίμηση ασθενών με σπονδυλική
στένωση. Δώδεκα (12) ασθενείς με σπονδυλική στένωση, μετρήθηκαν
προεγχειρητικά και μετεγχειρητικά. Οι προεγχειρητικές μετρήσεις έγιναν δύο
μέρες πριν την χειρουργική επέμβαση. Οι μετεγχειρητικές μετρήσεις έγιναν έξι
(6) και δώδεκα (12) μήνες μετά την χειρουργική επέμβαση. Χρησιμοποιήθηκε
στατιστική ανάλυση με ANOVA επαναλαμβανόμενων μετρήσεων για να
διαπιστωθεί πιθανή στατιστικά σημαντική επίδραση της χειρουργικής
αντιμετώπισης στην τιμή της εντροπίας. Σε αντίστοιχη περίπτωση, τα
αποτελέσματα επιβεβαιώθηκαν με ανάλυση post hoc Bonferroni.
Σκοπός της τρίτης μελέτης, ήταν η σύγκριση υγιών από τραυματίες με οξεία
ρήξη πρόσθιου χιαστού συνδέσμου, με τη χρήση της μεθόδου.
Δημιουργήθηκαν δύο ομάδες εξεταζομένων. Το δείγμα τραυματιών
αποτελούνταν από τραυματίες με οξεία ρήξη πρόσθιου χιαστού συνδέσμου
(n=20, άνδρες), ενώ το δείγμα ελέγχου αποτελούνταν από υγιείς (n=20,
άνδρες). Αποκλείσθηκαν όσοι εξεταζόμενοι έπασχαν από οποιαδήποτε άλλη
μυοσκελετική ή νευρομυϊκή πάθηση ή τραυματισμό. Η ROC ανάλυση
χρησιμοποιήθηκε για να εκτιμήσει την διαγνωστική ικανότητα της μεθόδου.
Αποτελέσματα: Για την πρώτη μελέτη, από την ROC ανάλυση προκύπτει
97.1% πιθανότητα αληθούς αναγνώρισης ασθενών (ευαισθησίας) και 80.0%
πιθανότητα αληθούς αναγνώρισης υγιών (ειδικότητα). Η προτεινόμενη
μέθοδος έχει 97.6% πιθανότητα διαχωρισμού υγιών από ασθενείς με
σπονδυλική στένωση. Ο θετικός (PLR) και αρνητικός (NLR) λόγος
πιθανοφάνειας είναι 4.86 και 0.21, αντιστοίχως. Ο συντελεστής συσχέτισης
Spearman μεταξύ εντροπίας και ερωτηματολόγιου Oswestry είναι 0.654.
Στη δεύτερη μελέτη, η στατιστική ανάλυση με ANOVA επαναλαμβανομένων
μετρήσεων διαπίστωσε στατιστικά σημαντική μείωση της τιμής της εντροπίας
μετεγχειρητικά (p<0.001). Η σύγκριση προεγχειρητικών και μετεγχειρητικών
μετρήσεων ασθενών με σπονδυλική στένωση, έδειξε στατιστικά σημαντική
μείωση της τιμής της εντροπίας. Η post-hoc Bonferroni ανάλυση επιβεβαίωσε
την στατιστικά σημαντική μείωση της τιμής της εντροπίας, μετεγχειρητικά (1ο
εξάμηνο: p=0.007, 2ο εξάμηνο: p=0.002, 1ο έτος: p=0.001).
Στην τρίτη μελέτη, διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των
τιμών εντροπίας υγιών και τραυματιών ως προς τον πλάγιο άξονα της
βάδισης (p<0.0001). Για τον πλάγιο άξονα της βάδισης, από την ROC
ανάλυση προκύπτει 90.0% πιθανότητα αληθούς αναγνώρισης ασθενών
(ευαισθησίας) και 85.0% πιθανότητα αληθούς αναγνώρισης υγιών
(ειδικότητα). Η προτεινόμενη μέθοδος έχει 95.6% πιθανότητα διαχωρισμού
υγιών από τραυματίες με οξεία ρήξη πρόσθιου χιαστού συνδέσμου. Ο θετικός
(PLR) και αρνητικός (NLR) λόγος πιθανοφάνειας είναι 6.0 και 0.17,
αντιστοίχως. Οι τιμές των λόγων πιθανοφάνειας αποτελούν ένδειξη ότι η
προτεινόμενη διαγνωστική μέθοδος έχει ισχυρή διαγνωστική ικανότητα.
Συμπεράσματα: Από τα παραπάνω αποτελέσματα, προκύπτει ότι η μέθοδος
μπορεί να πραγματοποιήσει αντικειμενική και ποσοτική εκτίμηση των
χαρακτηριστικών της βάδισης ασθενών με σπονδυλική στένωση καθώς και να
εκτιμήσει την μετεγχειρητική τους εξέλιξη. Επίσης μπορεί να πραγματοποιήσει
ποσοτική εκτίμηση της βάδισης τραυματιών με οξεία ρήξη πρόσθιου χιαστού
συνδέσμου. Επίσης, η προτεινόμενη μέθοδος είναι μη επεμβατική, χαμηλού
κόστους, δεν επιβαρύνει τον εξεταζόμενο με ακτινοβολία και χρειάζεται
ελάχιστο χρόνο μέτρησης και επεξεργασίας των αποτελεσμάτων.
|