Περίληψη |
Η βιοηθική έχει αναζωπυρώσει το αίτημα για έλλογο ηθικό στοχασμό
μέσω της απαίτησης για δημόσια απόδοση λόγων κατά τη λήψη αποφάσεων σε
θέματα που άπτονται της κοινωνικής ενσωμάτωσης των νέων
βιοεπιστημονικών επιτευγμάτων. Ως ηθικό-πρακτικός προβληματισμός αφορά
την κανονιστική διερεύνηση αρχών και κριτηρίων πράξης με επίκεντρο τις
εξελίξεις κυρίως στη μοριακή βιολογία, τη γενετική μηχανική και τη
βιοτεχνολογία. Η αυτονομία έχει συζητηθεί ως η πλέον χαρακτηριστική αρχή
της βιοηθικής σε μια εποχή με ραγδαίες επιστημονικές εξελίξεις, αλλά και με
κίνδυνο καταχρήσεων σε σχέση με το σεβασμό της ανθρώπινης αξίας, του
αυτοπροσδιορισμού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η αρχή της αυτονομίας,
ως κομβική αρχή για τον ηθικό-πρακτικό προβληματισμό στη βιοηθική,
συνδέεται με μια πολύπλοκη διαδικασία ηθικής αξιολόγησης αποφάσεων και
πράξεων. Αν και είναι το ίδιο το πρόσωπο που αξιώνει αυτόνομους λόγους
πράξης, με την έννοια της αυτονομίας δεν αναφερόμαστε σε μια φυσική
ιδιότητα ή ένα έμφυτο γνώρισμά του. Αντιθέτως η αξίωση για αυτονομία
προκύπτει από το γεγονός ότι συγκροτείται ως αρχή του ηθικώς σκέπτεσθαι και
θεμελιώνει την ελευθερία της σκέψης και της πράξης μέσα από τη δικαιολόγηση
λόγων πράξης έγκυρων από τη σκοπιά όλων. Στο πεδίο της βιοηθικής υποβόσκει
μια διαμάχη ανάμεσα στην εμπειριστική-φυσιοκρατική μεθοδολογία, που
επιχειρεί τη θεμελίωση της αυτονομίας μέσα από μια γενετική-αιτιακή εξήγησή
της (ως ατομικής ανεξαρτησίας και μιας ορισμένης διαχείρισης επιθυμιών), και
την κανονιστική προσέγγιση, η οποία προτάσσει την αυτονομία ως τρόπο του
σκέπτεσθαι ηθικά, ώστε να οδηγούμαστε σε συνεπείς αρχές πράξης. Η παρούσα
διατριβή επιχειρεί να αποσαφηνίσει το πεδίο όπως και να προσφέρει γόνιμους
προσανατολισμούς για τον προβληματισμό εντός της βιοηθικής. Η αρχή της
αυτονομίας εξετάζεται ως μια ιδέα ελευθερίας του πρακτικού λόγου που τον
καθιστά ικανό να προτάσσει αξιώσεις δεσμευτικής φύσης για κάθε εμπλεκόμενο
δρων υποκείμενο. Πραγματεύεται μια κριτική διαδικασία που αφορά κάθε
υποκείμενο ικανό να πράττει σύμφωνα με λόγους και αναδεικνύει τον ηθικό-πρακτικό χαρακτήρα της θέτοντας ως αρχή της πράξης να μπορεί κάθε ατομικός
λόγος να αποτελέσει έναν δημόσιο λόγο, δηλαδή να γίνεται αποδεκτός ως
iii
«καθολικός νόμος». Το ενέργημα της καθολίκευσης προσδίδει δεσμευτική ισχύ
στους λόγους πράξης μας θεμελιώνοντας αρχές υποχρέωσης έγκυρες από τη
σκοπιά κάθε δρώντος υποκειμένου. Στη βιοηθική η «αυτονομία αρχών»
αποφεύγει τις εντάσεις που προκύπτουν από τις ποικίλες ερμηνείες των
ατομιστικών εκδοχών της, υπό την έννοια ότι δεν αρκείται στη περιγραφή
γεγονότων γύρω από την ανθρώπινη ψυχολογία, και αναδεικνύει ένα πεδίο
προβληματισμού για την επίλυση πρακτικών προβλημάτων.
|