Περίληψη |
Η χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία (ΧΛΛ) είναι μια αιματολογική κακοήθεια που
χαρακτηρίζεται από την in vivo συσσώρευση CD5+ μονοκλωνικών Β
λεμφοκυττάρων στο περιφερικό αίμα, στο μυελό των οστών και στο λεμφικό ιστό.
Μέχρι σχετικά πρόσφατα θεωρούνταν ως μια ομοιογενής πάθηση ανώριμων Β
λεμφοκυττάρων που αθροίζονται λόγω βλάβης μηχανισμών της απόπτωσης(76).
Μέσα στις δυο τελευταίες δεκαετίες ωστόσο η αντίληψή μας για την παθογένεια
της ΧΛΛ έχει πλήρως αναθεωρηθεί. Φαίνεται πως συνδυασμός τόσο γενετικών
συμβαμάτων όσο και ερεθισμάτων από το μικροπεριβάλλον επηρεάζουν
σημαντικά την εμφάνιση και πρόοδο της νόσου, η οποία είναι πολύ περισσότερο
ετερογενής από ό,τι αρχικά θεωρούνταν (77).
Αρκετά δεδομένα υποστηρίζουν ότι ο Β κυτταρικός υποδοχέας παίζει κεντρικό
ρόλο στη φυσική ιστορία της νόσου και μοριακά χαρακτηριστικά του θεωρούνται
πλέον σημαντικοί ανεξάρτητοι προγνωστικοί παράγοντες για την πορεία και
έκβασή της. Σε τουλάχιστον 50% των περιπτώσεων ΧΛΛ τα λευχαιμικά κύτταρα
φέρουν σωματικές μεταλλάξεις των IGHV γονιδίων και αυτό γενικά συσχετίζεται με
καλύτερη πρόγνωση. Αντιθέτως, «μη μεταλλαγμένες» περιπτώσεις ΧΛΛ
αναμένονται να ακολουθήσουν πιο επιθετική πορεία. Eπιπλέον, το ρεπερτόριο των
ανοσοσφαιρινών που απαντώνται στα Β λευχαιμικά κύτταρα από ασθενείς με
ΧΛΛ παρουσιάζει μια προτίμηση σε επιλεγμένα ΙGHV γονίδια σε σύγκριση με το
φυσιολογικό ρεπερτόριο των Β λεμφοκυττάρων (94-97). Πρόσφατα, αρκετές
ερευνητικές ομάδες ανακοίνωσαν την ύπαρξη υποομάδων περιπτώσεων ΧΛΛ
(υποσύνολα) που χαρακτηρίζονται από ξεχωριστές αναδιατάξεις βαρέων και
ελαφρών αλύσων ανοσοσφαιρινών, οι οποίες καταλήγουν στη δημιουργία
αξιοσημείωτα ομόλογων («στερεότυπων») CDR3 αλληλουχιών στους Β
κυτταρικούς υποδοχείς τους (98-102). Τέτοια εντυπωσιακή ομοιότητα Β κυτταρικών
υποδοχέων σε ανεξάρτητες περιπτώσεις ΧΛΛ υποδεικνύει την ύπαρξη
περιορισμένου αριθμού αντιγόνων ή δομικά σχετιζόμενων επιτόπων που παίζουν
ρόλο στη λευχαιμογένεση. Επιπρόσθετη απόδειξη για αυτήν την υπόθεση αποτελεί
η ανάδειξη στερεότυπης σωματικής υπερμεταλλαξιγένεσης σε αυτά ακριβώς τα
υποσύνολα ΧΛΛ (103).
Μέχρι τώρα έχουν ταυτοποιηθεί περισσότερα από 150 υποσύνολα ΧΛΛ.
Πρόσφατες έρευνες αναφέρουν ότι περίπου 30% των ασθενών με ΧΛΛ φέρουν
στερεότυπους Β κυτταρικούς υποδοχείς (102-104). Επιπλέον, περιπτώσεις ΧΛΛ με
ταυτόσημους, στερεότυπους Β κυτταρικούς υποδοχείς έχει δειχθεί ότι
παρουσιάζουν και κοινά κλινικά χαρακτηριστικά, ούτως ώστε συγκεκριμένα
υποσύνολα έχουν πλέον συσχετιστεί με συγκεκριμένη πρόγνωση (98,102,105-106).
Συνολικά λοιπόν, διέγερση των Β λεμφοκυττάρων μέσω του Β κυτταρικού
υποδοχέα φαίνεται να παίζει κρίσιμο ρόλο στην παθογένεση της ΧΛΛ. Συνεπώς,
θα είχε μεγάλη σημασία να διευκρινιστούν τα εμπλεκόμενα αντιγονικά στοιχεία.
Τα λευχαιμικά κύτταρα στη ΧΛΛ συχνά εκφράζουν Β κυτταρικούς υποδοχείς που
προσδένουν αυτοαντιγόνα με πολυαντιδραστικό τρόπο. Επίσης, έχουν βρεθεί να
προσδένουν νεοαντιγόνα, καθώς και αλλοαντιγόνα (110-113,116-117). Περίπου 80% των
«αμετάλλακτων» και ~15% των «μεταλλαγμένων» Β κυτταρικών υποδοχέων στη
ΧΛΛ έχουν βρεθεί να αντιδρούν in vitro με μια σειρά από αυτο- και αλλοαντιγόνα,
όπως επίσης και με κύτταρα που έχουν καταστεί διαπερατά, με πολυαντιδραστικό
τρόπο (118). Αξίζει να αναφερθεί ότι τα περισσότερα ανασυνδυασμένα
μονοκλωνικά αντισώματα από «αμετάλλακτα» ΧΛΛ κύτταρα που δεν εμφάνιζαν
πολυαντιδραστικότητα per se την απέκτησαν όταν η αλληλουχία τους
αναστράφηκε στην αρχική, πριν την εισαγωγή σωματικών μεταλλάξεων (110)..
Συνοψίζοντας τα παραπάνω προκύπτει η υπόθεση ότι τα ΧΛΛ κύτταρα μπορεί να
προέρχονται από έναν πληθυσμό αυτό/πολυαντιδραστικών Β λεμφοκυττάρων.
Οι Τoll-like υποδοχείς (ΤLR) αναγνωρίζουν μια σειρά από διακριτά μοριακά μοτίβα
και είναι γνωστό ότι γεφυρώνουν έμφυτη και προσαρμοστική ανοσία. Τα
ανθρώπινα ανώριμα Β λεμφοκύτταρα εκφράζουν χαμηλά έως μη ανιχνεύσιμα
επίπεδα όλων των TLR, ωστόσο η διέγερση του Β κυτταρικού υποδοχέα οδηγεί σε
ταχύτατη έκφραση των TLR2, TLR6, TLR7, TLR9 and TLR10 (56). Αντιθέτως, τα CD5+ Β
λεμφοκύτταρα μνήμης εκφράζουν ιδιοσυστασιακά αυτούς τους TLR(55-56).
Πρόσφατα διατυπώθηκε η πρόταση ότι η διέγερση των TLR λειτουργεί ως
απευθείας σήμα που ενισχύει την απάντηση των ανώριμων Β λεμφοκυττάρων του
ανθρώπου στο αντιγόνο (61,63). Μια πρωτοποριακή μελέτη από τον Leadbetter και
συν. έδειξε πως συμπλέγματα ΙgG ανοσοσφαιρίνης και χρωματίνης τα οποία
περιέχουν DNA είναι ικανά να ενεργοποιήσουν αυτοαντιδραστικά Β λεμφοκύτταρα
έτσι ώστε να παράγουν αντισώματα κατά αυτo-IgG διεγείροντας τον Β κυτταρικό
υποδοχέα και τον TLR9 με διαδοχική σειρά (32). Αυτή η ιδέα επιβεβαιώθηκε
περαιτέρω από τον Lau και συν., οι οποίοι έδειξαν ότι συμπλέγματα
αυτοαντιγόνων με RNA ενεργοποιούν Β λεμφοκύτταρα διεγείροντας ταυτόχρονα
τον Β κυτταρικό υποδοχέα και τον TLR7, υποστηρίζοντας έτσι τον ρόλο των TLR
στην κατάργηση της ανοσολογικής ανοχής (71). Θα ήταν ενδιαφέρον να ελέγξει
κανείς αν το μοντέλο αυτό μπορεί να έχει εφαρμογή και στην παθογένεια της ΧΛΛ,
τουλάχιστον όσον αφορά τις περιπτώσεις με αυτό/πολυαντιδραστικό Β κυτταρικό
υποδοχέα.
Περιορισμένα δεδομένα υπάρχουν αναφορικά με το ποιοι TLR εκφράζονται από τα
Β λευχαιμικά κύτταρα στη ΧΛΛ. Μέχρι τώρα, το προφίλ έκφρασής τους φαίνεται να
μοιάζει σε εκείνο των Β λεμφοκυττάρων που έχουν έρθει σε επαφή με αντιγόνο.
Αρκετές ερευνητικές ομάδες αναφέρουν σταθερή έκφραση των TLR7 και TLR9 στα
ΧΛΛ κύτταρα (140-141,144) και οι αντίστοιχοι αγωνιστές δοκιμάζονται ήδη σε κλινικές
μελέτες με σκοπό να αυξήσουν την ανοσογονικότητα των λευχαιμικών κυττάρων
ενισχύοντας την έκφραση συνδιεγερτικών μορίων και/ή τον ρυθμό
πολλαπλασιασμού και συνεπώς την ευαισθησία τους σε κυττταροτοξικές
θεραπείες (155,158). Παρόλα αυτά, η επίδραση της διέγερσης των TLR στα ΧΛΛ
κύτταρα παραμένει σχετικά αδιευκρίνιστη. Υπάρχουν εξάλλου μελέτες οι οποίες
υποστηρίζουν ότι η διέγερση των TLR, και ειδικά του TLR9, μπορεί να οδηγεί σε
διαφορετικά αποτελέσματα ανάλογα με την ύπαρξη ή όχι σωματικών
μεταλλάξεων στα IGHV γονίδια (144).
Η παρούσα μελέτη αποσκοπεί στο να διερευνήσει τη λειτουργία των TLR και NLR
υποδοχέων σε υποομάδες ΧΛΛ, όπως αυτές ορίζονται από τη χρήση επιλεγμένων
IGHV γονιδίων, την ύπαρξη ή όχι σωματικών μεταλλάξεων στα IGHV γονίδια ή τη
στερεοτυπία του Β κυτταρικού υποδοχέα. Υπό αυτό το πρίσμα, αναλύσαμε μια
σειρά από 67 ασθενείς με ΧΛΛ, επιλεγμένους με προτίμηση για περιπτώσεις με
στερεότυπους Β κυτταρικούς υποδοχείς οι οποίες υπάγονται στα υποσύνολα #4
και #1, καθότι τα υποσύνολα αυτά μπορούν να θεωρηθούν πρότυπα
«μεταλλαγμένων» περιπτώσεων/καλής πρόγνωσης και «αμετάλλακτων»
περιπτώσεων/κακής πρόγνωσης, αντίστοιχα. Αρνητικά επιλεγμένα, κεκαθαρμένα
λευχαιμικά Β λεμφοκύτταρα από κάθε περίπτωση διεγέρθηκαν με ειδικούς
προσδέτες για όλους τους TLR που έχουν βρεθεί ως τώρα να εκφράζονται -έστω
και σε ελάχιστα επίπεδα- σε ΧΛΛ κύτταρα, καθώς και για τον NOD2 της οικογένειας
NLR˙ εν συνεχεία, ελέγχθηκε με κυτταρομετρία ροής η αύξηση της έκφρασης των
CD25 και CD86, που αποτελούν δείκτες ενεργοποίησης.
Διαπιστώθηκε ότι ο TLR9 ήταν λειτουργικός σε όλες πρακτικά τις περιπτώσεις
(αύξηση της έκφρασης του CD25 και/ή CD86 στο 98.5% των περιπτώσεων μετά
από διέγερση με CpG). Επιπλέον, ο TLR1/2, ο TLR2/6 και ο NOD2 βρέθηκαν
λειτουργικοί στις περισσότερες περιπτώσεις (86.6%, 89.6% και 86.6%, αντίστοιχα)
και μάλιστα διαπιστώθηκε ισχυρή συσχέτιση της λειτουργικότητάς τους. Πάνω
από δύο τρίτα των περιπτώσεων εμφάνιζε λειτουργικότητα και των τριών αυτών
υποδοχέων ταυτόχρονα. Δεδομένου ότι οι TLR1/2 και TLR2/6 αναγνωρίζουν
τριακετυλιωμένες και διακετυλιωμένες βακτηριακές λιποπρωτεΐνες, αντίστοιχα, ο δε
NOD2 αναγνωρίζει MDP το οποίο ανευρίσκεται τόσο σε Gram+ όσο και σε Gram-
βακτήρια, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι αυτοί οι τρεις υποδοχείς
σηματοδοτούν μαζί κάτω από την επίδραση κοινού βακτηριακού αντιγόνου σε
συγκεκριμένες περιπτώσεις ΧΛΛ. Ο TLR7 βρέθηκε λειτουργικός σε λιγότερες
περιπτώσεις (61.2%), και μόνο όταν διεγέρθηκε με το συνθετικό του αγωνιστή
imiquimod. Ο φυσικός προσδέτης του (loxoribine) δεν είχε πρακτικά καμία
επίδραση στην έκφραση των CD25 και CD86. Τέλος, ο TLR4 και ο TLR8 δε βρέθηκαν
λειτουργικοί σε καμία περίπτωση.
Στη συνέχεια διερευνήσαμε την ύπαρξη πιθανών συσχετίσεων μεταξύ των προφίλ
TLR/NLR λειτουργικότητας και μοριακών χαρακτηριστικών του Β κυτταρικού
υποδοχέα, δηλαδή χρήση επιλεγμένων IGHV γονιδίων, ύπαρξη ή όχι σωματικών
μεταλλάξεων στα IGHV γονίδια και παρουσία στερεοτυπίας. Η πρώτη σύγκριση
αφορούσε «μεταλλαγμένες» και «αμετάλλακτες» περιπτώσεις ΧΛΛ. Διέγερση του
TLR9 φάνηκε να έχει ισχυρή επίδραση στην αύξηση της έκφρασης του CD86 στις
«μεταλλαγμένες» περιπτώσεις ΧΛΛ, ενώ δεν είχε παρόμοιο αποτέλεσμα στις
«αμετάλλακτες» περιπτώσεις. Αντιθέτως, διέγερση του TLR7 με imiquimod είχε ως
αποτέλεσμα την έντονη αύξηση της έκφρασης του CD25 στις «αμετάλλακτες»,
αλλά όχι στις «μεταλλαγμένες» περιπτώσεις ΧΛΛ.
Κατόπιν εστιάσαμε στα υποσύνολα #4 και #1. Συγκρίνοντας περιπτώσεις του
υποσυνόλου #4 με όλες τις άλλες περιπτώσεις που έφεραν μεταλλαγμένα IGHV
γονίδια, καθώς και με τις περιπτώσεις που έφεραν το IGHV4-34 γονίδιο σε μη-
στερεότυπες αναδιατάξεις, διαπιστώσαμε ότι η διέγερση των TLR1/2, TLR2/6 και
NOD2 έχει πολύ ισχυρότερη επίδραση όσον αφορά την αύξηση του CD25 ή/και
του CD86 στο υποσύνολο #4. Επιπλέον, 6/7 περιπτώσεις από το υποσύνολο αυτό
ανταποκρίνονταν λειτουργικά και στους τρεις συνδέτες - Pam3CSK4, MALP-2 και
MDP. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να υποθέσει ότι αυτό το μοτίβο TLR/NLR
λειτουργικότητας στο υποσύνολο #4 αντιστοιχεί σε κάποιον κοινό αντιγονικό
ερεθισμό. Όταν συγκρίναμε το υποσύνολο #4 με το υποσύνολο #1,
διαπιστώσαμε ότι η διέγερση των TLR9, TLR1/2, TLR 2/6 και NOD2 δεν είχε καμιά
επίδραση όσον αφορά την έκφραση του CD86 στο υποσύνολο #1. Τουναντίον, η
διέγερση του TLR7 αύξησε σημαντικά την έκφραση του CD25, σε έντονη αντίθεση
με το υποσύνολο #4. Βάσει αυτών θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι πίσω από
αυτά τα ξεχωριστά προφίλ λειτουργικότητας των ΤLR/NLR στα υποσύνολα #4 και
#1 κρύβονται διαφορετικοί παθογόνοι μικροοργανισμοί.
Όλα τα παραπάνω μπορούν να θεωρηθούν ως επιπρόσθετη απόδειξη του πόσο
ετερογενής είναι η ΧΛΛ, τόσο σε μοριακό όσο και σε λειτουργικό επίπεδο. Θα
μπορούσε άραγε η σηματοδότηση μέσω των TLR/NLR να λειτουργεί ως μη-ειδική
διέγερση για τα ΧΛΛ κύτταρα, και αν ναι, πόσο μη-ειδική είναι; Διαφορετικά προφίλ
TLR/NLR λειτουργικότητας μεταξύ υποσυνόλων πιθανώς αντιστοιχούν σε
διαφορετικά αντιγονικά στοιχεία και ενδέχεται να χρήζουν διαφορετικής
θεραπευτικής προσέγγισης όσον αφορά TLR αγωνιστές ή ανταγωνιστές. Άλλα
καταληκτικά σημεία της TLR/NLR σηματοδότησης, όπως απόπτωση και
πολλαπλασιασμός, χρειάζεται επίσης να διερευνηθούν προκειμένου να
κατανοήσουμε καλύτερα πώς λειτουργούν αυτά τα μονοπάτια στη ΧΛΛ και πώς
μπορούν να αξιοποιηθούν από θεραπευτική σκοπιά.
|