Περίληψη |
Η δομή του οφθαλμού, η λειτουργία της όρασης αλλά και οι διάφορες οφθαλμολογικές παθήσεις και η θεραπεία αυτών αποτελούσε στην Ελληνική Αρχαιότητα ένα συναρπαστικό αντικείμενο μελέτης για ιατρούς και φιλοσόφους. Αν και κατά τον Αριστοτέλη δεν μπορεί να υπάρξει θεραπεία των οφθαλμών από κάποιον που δεν γνωρίζει όλο το ανθρώπινο σώμα, την εποχή του Φιλόστρατου ( 2ος μ.Χ. αιώνας ) η ιατρική έχει διευρυνθεί τόσο πολύ που είναι απαραίτητη η εξειδίκευση και ως εκ τούτου η οφθαλμική ειδικότητα.
Αναφορές σε φλεγμονώδεις και μη παθήσεις των βλεφάρων συναντώνται στα Ιπποκρατικά ακόμα κείμενα. Σχετικά με τη θεραπεία του χαλάζιου συγκεκριμένα , η εκτροπή του βλεφάρου και διάνοιξή του με μικρό μαχαιρίδιο που πρότεινε ο Αέτιος ο Αμιδηνός ταυτίζεται με την εφαρμοζόμενη θεραπεία στη σύγχρονη εγχειρητική. Οι διαταραχές της αρχιτεκτονικής των βλεφάρων , ο ακριβής ορισμός τους αλλά και η αντιμετώπισή τους περιγράφονται λεπτομερώς από αρχαίους Έλληνες και Βυζαντινούς ιατρούς.
Στην εποχή του Ιπποκράτη επικρατούσε σύγχυση σχετικά με τη δομή, τη φυσιολογία και κατά συνέπεια τις παθήσεις της δακρυικής συσκευής. Ο Γαληνός αργότερα όρισε ως αιγίλωπα ή αγχίλωπα την φλεγμονή και πιο συγκεκριμένα το απόστημα στην περιοχή του δακρυικού ασκού. Ο Αέτιος ο Αμιδηνός , αναφερόμενος στον αιγίλωπα, τόνισε ότι πρόκειται για μια δύσκολα αντιμετωπίσιμη νόσο λόγω της ευθείας σύνδεσης με τον οφθαλμό μέσω μικρού φυσικού τρήματος στην περιοχή του κανθού αλλά και της λεπτότητας των σχετικών ιστών που έχουν σαν αποτέλεσμα την ΄λίπανση’ του υποκείμενου οστού της ρινός.
Η πιο κοινή πάθηση των οφθαλμών στους αρχαίους χρόνους αναφέρεται με τον όρο οφθαλμία, που αντιστοιχεί στις κοινότατες στον ελληνικό κόσμο φλεγμονές του οφθαλμού και κυρίως του επιπεφυκότα.
Το τράχωμα αναφέρεται εμμέσως στα Ιπποκρατικά κείμενα. Το αρχαιότερο διασωθέν κείμενο, στο οποίο γίνεται χρήση του όρου τράχωμα είναι έργο του Διοσκουρίδη. Από τις εκτενείς αναφορές των αρχαίων Ελλήνων και Βυζαντινών ιατρών στην πάθηση αυτή και τις πιθανές θεραπευτικές μεθόδους γίνεται φανερό ότι επρόκειτο για μια πολύ κοινή και σοβαρή οφθαλμική νόσο.
Στην αρχαία ελληνική Γραμματεία περιγράφονται επίσης το έλκος του κερατοειδούς και η συλλογή πύου στον πρόσθιο θάλαμο ως επιπλοκές της οφθαλμίας. Οι υπόλοιπες παθήσεις του επιπεφυκότα και κερατοειδή που συναντώνται στα κείμενα της εποχής αυτής είναι η ψωροφθαλμία, το υπόσφαγμα, το πτερύγιο, τα εγκαύματα, τα ξένα σώματα, η εγκανθίδα και η νόσος ροιάς.
Οι αρχαίοι Έλληνες και Βυζαντινοί ιατροί αγνοούσαν την ύπαρξη του σκληρού χιτώνα. Ο όρος σταφύλωμα χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τους ιατρούς αυτούς για να περιγράψει μια πάθηση κατά την οποία ο κερατοειδής προέχει και παίρνει σχήμα όμοιο με ρώγα σταφυλιού. Ο ορισμός αυτός διαφέρει προφανώς από αυτόν που ισχύει σήμερα , δηλαδή της έκτασης και προβολής του σκληρού και του υποκείμενου χοριοειδή χιτώνα.
Στην εποχή του Ιπποκράτη οι ιατροί αγνοούσαν επίσης την ύπαρξη του κρυσταλλοειδούς φακού και κατά συνέπεια την παθοφυσιολογία του καταρράκτη. Ο ίδιος στο έργο του κάνει λόγο για μια οφθαλμική πάθηση κατά την οποία η κόρη αποκτά γλαυκό, αργυροειδές ή κυανό χρώμα και είναι ανίατη. Μεταγενέστεροι συγγραφείς όπως ο Ρούφος ο Εφέσιος και ο Γαληνός εισήγαγαν τον όρο υπόχυμα, που αντιστοιχούσε στην πήξη υδατοειδούς υγρού που εμπόδιζε την όραση. Διέκριναν μάλιστα τη νόσο αυτή από το γλάυκωμα, που όριζαν ως μεταβολή του χρώματος των φυσιολογικών υγρών του οφθαλμού προς το γλαυκό.
Στην αρχαία Γραμματεία περιλαμβάνονται ακόμα αναφορές σε άλλες διαταραχές της όρασης όπως η νυκταλωπία, η αμβλυωπία και η αμαύρωση.
Παρά την άγνοια της ύπαρξη και φυσιολογίας των φωτουποδοχέων του αμφιβληστροειδούς , ο Γαληνός και οι μεταγενέστεροί του ιατροί όρισαν την νυκταλωπία ως την μειωμένη όραση κατά τη διάρκεια της νύχτας, όπως ισχύει και σήμερα.
Με τον όρο αμβλυωπία περιγράφεται στη σύγχρονη Οφθαλμολογία η μείωση της οπτικής οξύτητας σε έναν ή και στους δύο οφθαλμούς χωρίς να διαπιστώνεται κάποια οργανική βλάβη στην οπτική οδό. Ο συγκεκριμένος όρος , όπως και ο όρος αμαύρωση , εμφανίζονται πρώτη φορά στα Ιπποκρατικά έργα για να περιγράψουν αόριστα μια απώλεια της όρασης. Από τους μεταγενέστερους ιατρούς στην αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο επιχειρήθηκε ωστόσο η διάκριση των δύο αυτών καταστάσεων και η ανάλυση των αιτιών τους.
Παρά τη σύγχυση σχετικά με την ανατομία και φυσιολογία του οφθαλμού φαίνεται ότι η συνεισφορά των αρχαίων Ελλήνων και Βυζαντινών ιατρών στην άνθηση της ειδικότητας της Οφθαλμολογίας και της χειρουργικής του οφθαλμού ήταν σημαντική.
|