Περίληψη |
Η διατριβή διερευνά δύο κύρια ερωτήματα: (α) τον βαθμό επίδρασης των δύο μεγάλων ρευμάτων της μεσαιωνικής φιλοσοφίας, του νεο-αριστοτελισμού του Θωμά Ακινάτη και του μεσαιωνικού νομιναλισμού του William of Ockham στη φιλοσοφία του Thomas Hobbes και (β) την εσωτερική σχέση ανάμεσα στους δύο πυλώνες της σκέψης του Hobbes, της φυσικής και της πολιτικής φιλοσοφίας. Και τα δύο ερωτήματα μελετώνται μέσα από την κεντρική έννοια του Λόγου, όπως αυτή γίνεται κατανοητή από τον Hobbes: ο Λόγος με μαθηματική μορφή, ως κοινή μέθοδος της επιστήμης.
Όσον αφορά στο ερώτημα (α), πρώτα εξετάζεται το ρεύμα του μετριοπαθούς μεσαιωνικού ρεαλισμού, μέσα από το έργο του Θωμά Ακινάτη και έπειτα η κατεύθυνση που λαμβάνει η μεσαιωνική φιλοσοφία υπό τη μορφή του νομιναλισμού, με κυριότερο εκπρόσωπο αυτής της τάσης τον William of Ockham. Επιβεβαιώνεται η σαφής επίδραση του δεύτερου ρεύματος (νομιναλισμού), και ως προς τούτο η διατριβή συντάσσεται με την επικρατούσα βιβλιογραφική κατεύθυνση. Η συρρίκνωση της οντολογίας μέσω της κατάργησης των καθολικών ουσιών, η έμφαση στα επιμέρους όντα και η μετάθεση της καθολικότητας στο πεδίο της γλώσσας συνιστούν θεμελιώδεις προκείμενες της φιλοσοφίας του Hobbes. Ταυτοχρόνως, η εργασία εντοπίζει σαφείς επιδράσεις και από το ρεύμα του μετριοπαθούς μεσαιωνικού ρεαλισμού, οι οποίες συνοψίζονται στην ενεργητική όψη του Λόγου, την έμφαση στη γεωμετρία του πραγματικού χώρου (έναντι της γεωμετρίας του ιδανικού χώρου) και στον βαθμό βεβαιότητας που μπορεί κάποιος να απαιτήσει γύρω από τα πορίσματα της φυσικής έρευνας.
Σε σχέση με το ερώτημα (β), η διατριβή υποστηρίζει ότι η κατάδειξη του τρόπου με τον οποίο οικοδομείται η πολιτική κοινωνία προϋποθέτει την πλήρη κατανόηση της λειτουργίας της φύσης ως ενός πεδίου μηχανικών κινήσεων υλικών σωμάτων. Έννοια κλειδί εν προκειμένω είναι η κίνηση ως ένα μέγεθος που είναι αντικείμενο μελέτης των μαθηματικών και της γεωμετρίας. Η μαθηματικοποίηση του Λόγου εγγυάται τη γενίκευση της χρήσης του ως κοινού οργάνου διερεύνησης των ποικίλων φαινομένων στο πεδίο της φύσης και της πολιτικής κοινωνίας και της κατάδειξης της εσωτερικής νομοτέλειας που διαπερνά αυτά τα πεδία. Η νομοτέλεια
επεκτείνεται συμπεριλαμβάνοντας την παραγωγική διάσταση της ανθρώπινης φύσης. Υπό αυτήν την έννοια, ο άνθρωπος μπορεί να κατασκευάζει σώματα και να προκαλεί φαινόμενα που κατατείνουν στην προστασία της ατομικής ζωής (διατήρηση της κίνησης) και να μην είναι απλός θεατής της ακολουθίας των φυσικών φαινομένων. Οι δύο πυλώνες της φιλοσοφίας του Hobbes (φυσική και πολιτική) ενοποιούνται όχι μόνο μεθοδολογικά
(αναλυτικοσυνθετική μέθοδος) αλλά και στο επίπεδο του περιεχομένου, αφού αντικείμενο και στις δύο περιπτώσεις είναι υλικά σώματα σε κίνηση.
Εν κατακλείδι, το στοιχείο εκείνο που τοποθετεί τον Hobbes στο νεωτερικό πλαίσιο και τον θέτει σε απόσταση από τις δύο κεντρικές κατευθύνσεις της μεσαιωνικής φιλοσοφίας (παρά το γεγονός ότι βρίσκεται σε ανοιχτό διάλογο, ιδίως με τον νομιναλισμό) είναι η δέσμευσή του με τον υλισμό. Η έμφαση στη νέα φυσική επιστήμη και η εμπιστοσύνη στη μαθηματική μέθοδο ως ένα ασφαλές και καθολικό όργανο έρευνας και παραγωγής φαινομένων, συνιστούν ιδιαίτερα κρίσιμες παραδοχές της φιλοσοφίας του Hobbes. Αυτές οι καταστατικές δεσμεύσεις καθοδηγούν το σύνολο της σκέψης του Hobbes και τον εντάσσουν στον νεωτερικό τρόπο σύλληψης του κόσμου.
|