Περίληψη |
Εισαγωγή:Η ακεταμινοφαίνη είναι ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο μη
συνταγογραφούμενο φάρμακο με αντιπυρετικέςκαι αναλγητικές ιδιότητες,το
οποίοχρησιμοποιείται από το 65% των εγκύων, καθώςηχρήση της θεωρείται σχετικά
ασφαλής.Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι αυτό πιθανόν να μην ισχύει,
καταδεικνύοντας τη θετική συσχέτιση της έκθεσης σε παρακεταμόλη στην εμβρυική
και πρώιμη βρεφική ηλικία με πληθώρα διαταραχών.
Σκοπός:Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση της σχέσηςτης έκθεσης σε
ακεταμινοφαίνη κατά την εγκυμοσύνη με καρδιομεταβολικούςδείκτεςσε παιδιά
προσχολικής ηλικίας.Επιπλέον σε έναν υποπληθυσμό της μελέτης διερευνήθηκε η
πιθανή συσχέτισης μεταξύτης έκθεσης σε ακεταμινοφαίνη κατά την εγκυμοσύνημετο
μεταβολικό προφίλ του παιδιού στην γέννηση.
Μέθοδοι:Για την παρούσα μελέτη χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από την προοπτική
μελέτη Μητέρας-Παιδιού Κρήτης, «Μελέτη Ρέα» όπου συμπεριλήφθηκαν 625
ζεύγημητέρας-παιδιού. Ως έκθεση ορίστηκε η λήψη ακεταμινοφαίνης κατά την
κύηση, ενώ στις εκβάσεις συμπεριλήφθηκαν καρδιομεταβολικοί δείκτες (ολική
χοληστερόλη, υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνη HDL,συστολική και διαστολική
αρτηριακή πίεση, λεπτίνη, αδιπονεκτίνη), δείκτες παχυσαρκίας (δείκτης μάζας
σώματος ΔΜΣ, περίμετρος μέσης, άθροισμα δερματικών πτυχών, αναλογία λίπους)
και τα επίπεδα φλεγνονωδώνπαραγόντων (C-reactiveproteincrp, ιντερφερόνη-γ,
ιντερλευκίνες ΙΛ -1β, -6, -8, -10, -17α, MIP1α). Επιπλέον, σε διερευνητική ανάλυση,
μετρήθηκαν μεταβολίτες σε ομφαλικό αίμα και συσχετίστηκαν με την χρήση
ακεταμινοφαίνης κατά την εγκυμοσύνη. Χρησιμοποιήθηκαν μοντέλα πολλαπλής
παλινδρόμησης για την διερεύνηση των συσχετίσεων μεταξύ της ενδομήτριας
έκθεσης σεακεταμινoφαίνη και της συχνότητας εμφάνισης καρδιομεταβολικών
συμπτώματων σε παιδιά προσχολικής ηλικίας. Αποτελέσματα:Το 16.6% των γυναικών της μελέτης χρησιμοποίησε ακεταμινοφαίνη
συνολικά κατά την εγκυμοσύνη, όπου το 13.3% κατά το 1ο τρίμηνο και το 4.6% κατά
το 2ο τρίμηνο. Μέσωπολυπαραγοντικών μοντέλων παλινδρόμησης διαπιστώθηκε ότι
η λήψη ακεταμινοφαίνηςκατά το 1ο ή το 2ο τρίμηνο της κύησης, αυξάνει τον κίνδυνο
για υψηλά επίπεδα IFN-γ (RR:1.58; 95%CI:1.19-2.09), IL-1b (RR: 1.37; 95%CI:1.01-
1.86), ΙL-17a(RR:1.43; 95%CI:1.07-1.90),και MIP1a (RR: 1.40; 95%CI:1.04-1.89),
καισυσχετίστηκε με αυξημένο κίνδυνο για χαμηλή HDLχοληστερόλη(RR:1.62;
95%CI: 1.05-2.49) και υψηλά επίπεδα λεπτίνης (RR: 1.33; 95%CI: 1.01-1.75). Χρήση
της ακεταμινοφαίνης κατά το 1ο τρίμηνο συσχετίστηκε με αυξημένο κίνδυνο για
υψηλά επίπεδα IFN-γ (RR: 1.45; 95%CI: 1.06, 1.98), υψηλά επίπεδα IL-17α (RR:
1.57; 95%CI: 1.17, 2.10) και υψηλά επίπεδα MIP1α (RR: 1.48; 95%CI: 1.09, 2.03).
Χρήση κατά το 2ο τρίμηνο της εγκυμοσύνης συσχετίστηκε με αύξηση της αναλογίας
λίπους του παιδιού (β-coeff.: 2.51; 95%CI: 0.36, 4.65). Επιπλέον, η προγεννητική
έκθεση σε ακεταμινοφαίνη κατά το 2ο τρίμηνο φαίνεται να συσχετίζεται με διπλάσιο
κίνδυνο για εμφάνιση κεντρικού τύπου παχυσαρκίας(RR:2.07; 95%CI: 0.99, 4.33) και
σχεδόν διπλάσιο κίνδυνο για υψηλά επίπεδα IFN-γ (RR: 1.79; 95%CI: 1.21, 2.65).
Συμπεράσματα: Η χρήση ακεταμινοφαίνης κατά την κύηση συσχετίστηκε με
καρδιομεταβολικούς δείκτες σε παιδιά προσχολικής ηλικίας και αύξηση του κινδύνου
για υψηλά επίπεδα δεικτών φλεγμονής. Η χρήση της κατά την κύηση ενδεχομένως να
λειτουργεί σαν ενδοκρινικός διαταρράκτης, παρεμβαίνοντας στην παραγωγή και
λειτουργία διαφόρων ορμονών. Απ’ όσο γνωρίζουμε, αυτή είναι η πρώτη μελέτη
συσχέτισης καρδιομεταβολικών δεικτών σε παιδιά με την ενδομήτρια έκθεση σε
ακεταμινοφαίνη και απαιτούνται περαιτέρω μελέτες ώστε να επιβεβαιώσουν αυτά τα
αποτελέσματα. Περαιτέρω διερεύνηση χρειάζεται και ο βιολογικός μηχανισμός μέσω
του οποίου δρα η ακεταμινοφαίνη κατά την ενδομήτρια ζωή, καταλήγοντας στην
αύξηση των επιπέδων καρδιομεταβολικώ δεικτών.
|