Περίληψη |
Η δισφαινόλη Α (BPA), οι φθαλικοί εστέρες (PEs) και η τρικλοζάνη (TCS) απαντώνται σε
μια ευρεία γκάμα καταναλωτικών προϊόντων καθημερινής χρήσης. Πολλές από αυτές τις
χημικές ουσίες έχουν τεκμηριωθεί ή υπάρχουν υποψίες ότι δρουν ως ενδοκρινικοί διαταράκτες
(EDCs), ενώ αρκετές επιδημιολογικές μελέτες υποδεικνύουν συσχέτιση αυτών με δυσμενείς
επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία. Τα παιδιά διατρέχουν ιδιαίτερο κίνδυνο για την υγεία τους
επειδή, ενόσω τα ζωτικά συστήματα του οργανισμού τους ωριμάζουν, η έκθεσή τους σε EDCs
κατά τη διάρκεια κρίσιμων αναπτυξιακών φάσεων της ανθρώπινης ζωής μπορεί να επιφέρει
μόνιμες επιβλαβείς επιπτώσεις στην υγεία τους που γίνονται αντιληπτές μετά τη γέννηση ή
ακόμη και στη μετέπειτα ζωή τους. Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχουν βιβλιογραφικές αναφορές
σχετικά με την εκτίμηση της επιβάρυνσης σε ουσίες με πιθανή ενδοκρινική δράση παιδιών από
την Κρήτη με χρόνια νοσήματα μέσω ανάλυσης τριχών μαλλιών.
Σκοπός της παρούσας πτυχιακής εργασίας είναι η διερεύνηση της επιβάρυνσης παιδιών
που πάσχουν από συγκεκριμένα χρόνια προβλήματα υγείας σε BPA, έξι μεταβολίτες φθαλικών
εστέρων [φθαλικός μονομεθυλεστέρας (MMP), φθαλικός μονοαιθυλεστέρας (MEP), φθαλικός
μονοβουτυλεστέρας (MBP), φθαλικός μονοϊσοβουτυλεστέρας (MiBP), φθαλικός
μονοβενζυλεστέρας (MBzP) και φθαλικός μονο-(2-αιθυλεξυλ) εστέρας (MEHP)] και TCS μέσω
ανάλυσης δειγμάτων τριχών κεφαλής. Ο πληθυσμός μελέτης αποτελείτο από 100 παιδιά ηλικίας
2-16 ετών που ήταν κάτοικοι του νησιού της Κρήτης, Ελλάδα. Πρόκειται για 75 παιδιά,
διαχωρισμένα σε τρεις ομάδες των 25 ατόμων, τα οποία είχαν διαγνωστεί με χρόνια πάθηση,
και συγκεκριμένα παχυσαρκία, διαβήτη, πρώιμη ήβη και θυρεοειδοπάθεια, στα ιατρεία
παιδικής παχυσαρκίας, παιδοδιαβητολογίας και παιδοενδοκρινολογίας, αντιστοίχως, της
Παιδιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ηρακλείου, καθώς και για 25
υγιή παιδιά αντίστοιχου εύρους ηλικιών του γενικού πληθυσμού που αποτέλεσαν την ομάδα
ελέγχου.
Για την απομόνωση των προσδιοριζόμενων ουσιών εφαρμόστηκε εκχύλιση στερεούυγρού με χρήση μεθανόλης ως διαλύτη εκχύλισης. Η ανίχνευση και ο ποσοτικός προσδιορισμός
των αναλυόμενων ενώσεων επιτεύχθηκε χρησιμοποιώντας ένα σύστημα υγρής
χρωματογραφίας συζευγμένο με ένα φασματόμετρο μάζας (LC-MS). Προκειμένου να
αξιολογηθεί η αποδοτικότητα της εφαρμοζόμενης μεθόδου ελέγχθηκαν και προσδιορίστηκαν οι
αναλυτικές παράμετροι της γραμμικότητας, των ορίων ανίχνευσης και ποσοτικοποίησης, της
ανάκτησης, της ακρίβειας και της πιστότητας για κάθε εξεταζόμενη ουσία. Η επικύρωση της
αναλυτικής μεθόδου απέδειξε ότι η πειραματική πορεία που ακολουθήθηκε είναι κατάλληλη
για τον ταυτόχρονο ποιοτικό και ποσοτικό προσδιορισμό BPA, έξι μεταβολιτών φθαλικών
εστέρων και TCS σε δείγματα τριχών.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της ανάλυσης, τα διαβητικά παιδιά ήταν περισσότερο
επιβαρυμένα με BPA (88.0%, 243.9 pg/mg) συγκριτικά με τις άλλες μελετώμενες κατηγορίες
παιδιών και την ομάδα ελέγχου. Οι μέσες τιμές συγκέντρωσης BPA για τα υγιή παιδιά
(116.8 pg/mg), τα παιδιά με ενδοκρινολογικά προβλήματα (109.3 pg/mg) και τα παχύσαρκα
παιδιά (95.0 pg/mg) παρουσίασαν αρκετή ομοιότητα μεταξύ τους.
Τα αποτελέσματα κατέδειξαν ότι τη μεγαλύτερη επιβάρυνση (βάσει των μέσων
συγκεντρώσεων) και συχνότητα ανίχνευσης στα δείγματα τριχών κεφαλής, σημείωσε ο κύριος
μεταβολίτης του DEHP, ο MEHP, με ποσοστό που κυμαινόταν από 92.0% στην ομάδα ελέγχου
έως 100.0% σε όλες τις εξεταζόμενες κατηγορίες παιδιών. Ο δεύτερος κατά σειρά φθαλικός
μεταβολίτης με το μεγαλύτερο καταγεγραμμένο ποσοστό ανίχνευσης στα δείγματα των παιδιών
με ενδοκρινολογικά προβλήματα (92.0%) και των παχύσαρκων παιδιών (96.0%) ήταν το MBP.
Όσον αφορά τα διαβητικά παιδιά και τα παιδιά με ενδοκρινολογικά προβλήματα, ο φθαλικός
μεταβολίτης με την αμέσως επόμενη, κατά σειρά, υψηλότερη μέση συγκέντρωση ήταν το MMP,
του οποίου οι τιμές παρουσίασαν εξαιρετική ομοιότητα μεταξύ τους στις προαναφερόμενες
κατηγορίες παιδιών (108.7 pg/mg και 108.9 pg/mg, αντίστοιχα).
Τα ποσοστά ανίχνευσης της TCS ήταν σε παρόμοια επίπεδα μεταξύ των δειγμάτων των
υγιών παιδιών (48.0%), των παιδιών με ενδοκρινολογικά προβλήματα (52.0%) και των
παχύσαρκων παιδιών (56.0%). Η έκθεση των διαβητικών παιδιών σε TCS (333.0 pg/mg) ήταν
υψηλότερη από την έκθεση των άλλων μελετώμενων κατηγοριών παιδιών που έπασχαν από
συγκεκριμένο χρόνιο πρόβλημα υγείας και της ομάδας ελέγχου, παρότι η TCS ανιχνεύτηκε με
μικρότερη συχνότητα στα δείγματα αυτής της κατηγορίας παιδιών (28.0%). Οι μέσες τιμές
συγκέντρωσης του TCS για τα παιδιά με ενδοκρινολογικά προβλήματα (234.8 pg/mg) και τα
παχύσαρκα παιδιά (181.4 pg/mg), αν και χαμηλότερες της αντίστοιχης των διαβητικών παιδιών,
ήταν εμφανώς υψηλότερες από εκείνη των υγιών παιδιών (154.0 pg/mg).
|