Περίληψη |
Η μετεμφυλιακή περίοδος σημάδευσε ανεξίτηλα την λειτουργία των πολιτικών θεσμών του ελληνικού κράτους. Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος συνέβαλε
καθοριστικά στη δημιουργία ενός κλίματος ταξικής διαίρεσης και ιδεολογικής
πόλωσης της ελληνικής κοινωνίας στο εσωτερικό της χώρας διαχωρίζοντας τον
λαό σε «εθνικόφρονες» και «αντεθνικώς δρώντες». Τα κυρίαρχα ιδεολογικά ρεύματα της «ελληνοχριστιανικής» εθνικοφροσύνης και του μεταπολεμικού αντικομμμουνισμού γαλούχησαν την ελληνική κοινωνία στις αξίες και ιδανικά ενός
νέου μεταπολεμικού πολιτικού συστήματος διατηρώντας παράλληλα ζωντανή
την εμφυλιοπολεμική μνήμη και ανοικτές τις πληγές της αιματηρής εμφύλιας
σύγκρουσης. Στο πολιτικό σύστημα παρατηρήθηκε μια μετατόπιση ισχύος από
την κυβέρνηση και τα πολιτικά κόμματα σε ένα εξωθεσμικό τρίγωνο ασύμμετρηςισχύος, στο οποίο εντοπίζονταν τα πραγματικά κέντρα εξουσίας και περιλάμβανε το θεσμό της Μοναρχίας, το στρατιωτικό σκέλος και τον αμερικανικό
παράγοντα, αποτελώντας έτσι τους βασικούς πυλώνες του μετεμφυλιακού οικοδομήματος. Από τη μια πλευρά, η μοναρχική στάση που υιοθέτησε ο Βασιλιάς
μέσω της άσκησης διαδοχικών, ασφυκτικών και αντισυνταγματικών παρεμβάσεων, απέδειξε περίτρανα ότι το Παλάτι «δεν ήθελε να βασιλεύει, αλλά να κυβερνά». Από την άλλη, η συνωμοτική φύση του ελληνικού στρατεύματος μέσω μιας
σειράς μεθοδευμένων μηχανορραφιών και δολιοφθορών καλυπτόταν κάτω από
ένα αντικομμουνιστικό πέπλο παρεμβαίνοντας ενεργά στην ελληνική πολιτική
και έχοντας πάντα ως πρόσχημα την ελλοχεύουσα κομμουνιστική απειλή. Τέλος, η ενεργή παρέμβαση του «συμμαχικού» παράγοντα ως προς τη διαμόρφωση και χάραξη μιας φιλοαμερικανικής ελληνικής εσωτερικής και εξωτερικής
πολιτικής απέβλεπε στην ένταξη του ελληνικού κράτους εντός της σφαίρας επιρροής της Δύσης και της Βορειοατλαντικής συμμαχίας πάντοτε υπό την αιγίδα
της αμερικανικής κηδεμονίας και «προστασίας». Η μεταβαλλόμενη φύση του κομματικού συστήματος της Ελλάδας συνέβαλε σε μια μονοπώληση της πολιτικής εξουσίας από την ηγεμονική συντηρητική δεξιά παράταξη, στον πολιτικό αποκλεισμό της αριστερής πολιτικής πτέρυγας και τον ολοκληρωτικό κατακερματισμό του κεντρώου πολιτικού χώρου. Όμως, η ενοποίηση όλων των κεντρώων δυνάμεων και η συσπείρωσή τους σε ένα ενιαίο πολιτικό κόμμα τον Σεπτέμβριο του ‘61, την Ένωση Κέντρου, κατόρθωσε να ανατρέψει τον παγιωμένο συσχετισμό δυνάμεων στις βουλευτικές εκλογές του ’63 και του ‘64, σηματοδοτώντας έτσι την ανανέωση του πολιτικού προσωπικού μετά από μια ολόκληρη σχεδόν δεκαετία δεξιάς πολιτικής διακυβέρνησης και την άνοιξη μιας νέας περιόδου πολιτικής κυριαρχίας του Κέντρου για τη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Όμως, ο αέρας της νίκης της ΕΚ επισκιάστηκε γρήγορα από μια σειρά εσωκομματικών προστριβών και προβλημάτων εξαιτίας έντονων ενδοκυβερνητικών διαφορών σε κρίσιμα ζητήματα μείζονος σημασίας, όπως η διευθέτηση του Κυπριακού και οι αλλαγές στα ανώτατα κλιμάκια της στρατιωτικής ηγεσίας. Η σύγκρουση του Βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου σχετικά με την ανάληψη του υπουργείου Εθν. Αμ. από τον δεύτερο συνέβαλε στην τελική ρήξη μεταξύ Στέμματος – κυβερνήσεως και στη δημιουργία ενός κλίματος μακράς πολιτικής κρίσης και συνταγματικής ανωμαλίας, το οποίο χαρακτηρίστηκε ως «ιουλιανά» ή «αποστασία», όπου μια σειρά διαδοχικών «αυλικών» κυβερνήσεων – προϊόντα βασιλικής προελεύσεως – οδήγησε στην κατάφωρη υπονόμευση των κοινοβουλευτικών θεσμών και τον ευτελισμό της συνταγματικής νομιμότητας, παρατείνοντας έτσι σημαντικά την ήδη υφέρπουσα
πολιτική κρίση της χώρας. Η πολιτική αστάθεια όξυνε την κοινωνική αγανάκτηση, η οποία εκδηλώθηκε στη βάση ενός συνόλου καθημερινών μαχητικών εκδηλώσεων, διαδηλώσεων και διαμαρτυριών, κλιμακώνοντας έτσι την πολιτική πόλωση και θέτοντας καθεστωτικό ζήτημα, με σκοπό την επαναφορά της συνταγματικής, κοινοβουλευτικής και δημοκρατικής νομιμότητας. Η πολιτική κατάσταση της χώρας όδευε προς ολικό εκτροχιασμό, ενώ οι δομές του μετεμφυλιακού οικοδομήματος απειλούνταν με οριστική κατάρρευση. Η προσφυγή σε αντικοινοβουλευτικά και αντιδημοκρατικά μέσα για την επίλυση του πολιτικού αδιεξόδου, για το οποίο άμεσα υπεύθυνες κατέστησαν όλες οι καθεστωτικές δυνάμεις του μετεμφυλιακού οικοδομήματος, αποτέλεσε την τελική έσχατη λύση καταστρώνοντας ένα επιχειρησιακό σχέδιο στρατιωτικής επέμβασης μέσω της αναπροσαρμογής του παλαιού «Σχεδίου Προμηθεύς» και τη μετονομασία του σε
«Σχέδιο Ιέραξ ΙΙ». Όμως, μια μυστική συνωμοτική ομάδα επίορκων αξιωματικών μέσω μιας τριανδρίας δύο συνταγματαρχών και ενός ταξίαρχου πραγματοποίησαν πρώτοι πραξικόπημα το βράδυ 20 – 21 Απριλίου 1967, κόβοντας έτσι το γόρδιο δεσμό της υφέρπουσας πολιτικής κρίσης της χώρας αντί να τον έλυναν και εγκαθιδρύοντας μια επταετή στρατιωτική δικτατορία.Η Χούντα των Συνταγματαρχών μέσω της αμερικανικής υποστήριξης εδραίωσε το δικτατορικό της καθεστώς καταλύοντας τις επιφανείς δημοκρατικές δομές και γκρεμίζοντας τα
απομεινάρια των κοινοβουλευτικών θεσμών του μετεμφυλιακού ελληνικού κράτους, στιγματίζοντας με αυτόν τον τρόπο μια για πάντα την σύγχρονη ελληνική πολιτική και συνταγματική ιστορία με το μελανό της κεφάλαιο.
|