Περίληψη |
Οι εμβολιασμοί αποτελούν ένα από τα κυριότερα μέτρα πρόληψης της
σύγχρονης Ιατρικής. Παρ’όλα αυτά οι εμβολιασμοί των ενηλίκων, παρά την
αναμφισβήτητη αναγκαιότητα τους, παραμένουν σε πολύ χαμηλά ποσοστά. Οι
ενήλικες αποτελούν ένα πληθυσμό που συχνά έχουν πολλές νοσηρότητες με
αποτέλεσμα να είναι ευάλωτοι στις λοιμώξεις και έτσι τονίζεται η σημαντικότητα
προστασίας τους με μέτρα πρόληψης όπως οι εμβολιασμοί. Ωστόσο, οι μελέτες
εμβολιαστικής κάλυψης αναδεικνύουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στον
παιδιατρικό και ενήλικο πληθυσμό. Έτσι, προκειμένου να εντοπιστούν οι αδυναμίες
για τον ανεπιτυχή εμβολιασμό ενηλίκων, θα πρέπει πρώτα να σχεδιαστούν μελέτες
καταγραφής εμβολιαστικής κάλυψης. Οι μελέτες καταγραφής είναι απαραίτητες για
να εντοπιστούν τα προβλήματα που οδηγούν στην αποτυχία των προγραμμάτων
εμβολιασμού ενηλίκων.
Ο πληθυσμός της παρούσας μελέτης είναι οι ενήλικες άνω των 50 ετών, οι
οποίοι κατοικούν στις κοινότητες που ανήκουν στο περιφερειακό ιατρείο Ακουμίων.
Τα δεδομένα συλλέχθηκαν με τη μορφή ερωτηματολογίου από τον Ιούνιο έως και το
Σεπτέμβριο του έτους 2018 και αξιολογήθηκαν βάση των συστάσεων του Εθνικού
Προγράμματος Εμβολιασμών Ενηλίκων 2018, το οποίο διαμορφώθηκε από την
Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών της Ελλάδας. Για τη στατιστική ανάλυση και τον
έλεγχο τυχόν διαφορών στην εμβολιαστική κάλυψη ανάλογα με δημογραφικά
χαρακτηριστικά εφαρμόστηκε ο έλεγχος Pearson’s x2. Όλοι οι έλεγχοι έγιναν με τo
λογιστικό φύλο EXCEL 365, ενώ ως επίπεδο σημαντικότητας τέθηκε το α=0,05.
Συνολικά, συλλέχθηκαν 373 ερωτηματολόγια από ενηλίκους άνω των 50 ετών
που ανήκαν στον παραπάνω πληθυσμό. Παρατηρήθηκε υψηλό ποσοστό
εμβολιαστικής κάλυψης για την γρίπη (48,8%, n=171), σε αντίθεση με τα αντίστοιχα ποσοστά για τα υπόλοιπα εμβόλια. Πιο συγκεκριμένα, για τον τέτανο η κάλυψη
ανέρχεται στο 10,2% (n=38), για τον πνευμονιόκοκκο (η πλήρης κάλυψη με PPSV23
και PCV13) στο 21,2% (n=79), για τον έρπητα ζωστήρα στο 8% (n=30), για την
Ηπατίτιδα Β στο 0,3% (n=1) ενώ για την Ηπατίτιδα Α, το μηνιγγιτιδόκοκκο και τον
αιμόφιλο της ινφλουέντζας τύπου b στο 0% (ν=0). Επιπλέον, διαπιστώθηκε
υψηλότερη εμβολιαστική κάλυψη των γυναικών σε σύγκριση με τους άνδρες για την
γρίπη, ενώ αντίθετα υψηλότερη των ανδρών για τον τέτανο. Τέλος, έγινε σαφές πως η
χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη οφείλεται κυρίως στην άγνοια του πληθυσμού αλλά
και των ιατρών.
Τα παραπάνω αποτελέσματα αναδεικνύουν την επιτακτική ανάγκη πιο
αποτελεσματικού σχεδιασμού δράσεων για την αύξηση της εμβολιαστικής κάλυψης
ενηλίκων. Αυτός ο σχεδιασμός θα πρέπει να αποσκοπεί τόσο στην ενημέρωση του
πληθυσμού, όσο και στην εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας για τα οφέλη του
εμβολιασμού. Μολονότι, ο πληθυσμός των ενηλίκων είναι ανομοιογενής, αξίζει να
ξεκινήσει άμεσα η προσπάθεια για τον εμβολιασμό του καθώς τα οφέλη της
ενέργειας αυτής θα είναι πολυδιάστατα
|