Περίληψη |
Η σημασία του παιχνιδιού ως εκπαιδευτικού μέσου έχει συζητηθεί πολύ ανάμεσα στους ακαδημαϊκούς. Κατά γενική ομολογία μέσα από το παιχνίδι το παιδί αποκτά γνώσεις και εξασκεί ικανότητες, καθώς το παιχνίδι συμβάλλει σε μια υγιή και πολύπλευρη ανάπτυξη. Παράλληλα, μεγαλώνοντας, το παιδί καλείται να συναναστραφεί με άλλα παιδιά θεσπίζοντας τους κανόνες και τους στόχους του κοινού τους παιχνιδιού. Κατά συνέπεια, το άτομο πρέπει να αναπτύξει τις κατάλληλες δεξιότητες για να γίνει αποδεκτό από το κοινωνικό σύνολο, να επικοινωνήσει τις ανάγκες του, να διεκδικήσει και να ψυχαγωγηθεί από την εμπειρία του παιχνιδιού, ενώ μαθαίνει να ακούει, να κατανοεί και να κοινωνικοποιείται. Μέσα από τη διαδικασία αυτή, η θεωρία υποστηρίζει ότι το άτομο εμπλουτίζει τις γνώσεις του, καλλιεργεί τον χαρακτήρα του και ανταλλάσσει ερεθίσματα με άλλα άτομα. Η διαδικασία του παιχνιδιού φαίνεται να έχει βασικό ρόλο και στην εκπαιδευτική διαδικασία καθώς αποτελεί ένα εργαλείο κλειδί για να βοηθήσει τους εκπαιδευτικούς να κάνουν την εκπαιδευτική διαδικασία πιο αποτελεσματική και πιο ευχάριστη, κρατώντας το ενδιαφέρον των μαθητών. Ωστόσο, οι πρακτικές και οι μέθοδοι στις οποίες επενδύουν στην πράξη οι εκπαιδευτικοί μπορεί να διαφέρουν σε μορφή και προτεραιότητα. Ο στόχος αυτής της εργασίας είναι να εξερευνήσει και να ερμηνεύσει τις στάσεις και τις απόψεις των Ελλήνων παιδαγωγών προσχολικής ηλικίας όσον αφορά τη χρήση του κοινωνικού παιχνιδιού ως εργαλείου για τη λεξιλογική ανάπτυξη του ατόμου. Για να επιτευχθεί ο σκοπός της έρευνας η χρήση ποιοτικής έρευνας επιλέχθηκε, καθώς ο στόχος της έρευνας αφορά την κατανόηση απόψεων, αντιλήψεων και πεποιθήσεων Ελλήνων παιδαγωγών. Για να επιτευχθεί αυτό χρησιμοποιήθηκαν σε βάθος (in-depth) συνεντεύξεις για να επιτρέψουν στους παιδαγωγούς να παρουσιάσουν και να αναλύσουν τις απόψεις τους και τις παιδαγωγικές τους μεθόδους. Στο σύνολο δέκα (10) βρεφονηπιοκόμοι και δέκα (10) νηπιαγωγοί συμμετείχαν στην έρευνα. Αναλύοντας τα δεδομένα, η παρούσα έρευνα κατέληξε σε παρατηρήσεις σχετικά με την προσχολική ηλικία και τις εκπαιδευτικές ανάγκες αλλά και ελλείψεις. Πιο συγκεκριμένα, από τα δεδομένα φάνηκε ότι οι εκπαιδευτικοί συχνά εστιάζουν μόνο στην προηγούμενη εμπειρία τους για να αναγνωρίσουν τις λεξιλογικές ή επικοινωνιακές ελλείψεις των μαθητών τους, αντί για τη θεωρία ή κάποιο διαγνωστικό εργαλείο. Επιπρόσθετα, υπήρχαν διαφορές ανάμεσα στους βρεφονηπιοκόμους και τους νηπιαγωγούς ως προς την αντιμετώπιση λεξιλογικών προβλημάτων στους μαθητές. Παρότι και οι δύο πλευρές συμφώνησαν ότι η πρώτη μέθοδος αντιμετώπισης των προβλημάτων είναι η προώθηση του κοινωνικού παιχνιδιού ανάμεσα στους μαθητές και η ανάγνωση παραμυθιών, η δευτερογενής προσέγγιση διαφέρει. Από τη μία μεριά οι βρεφονηπιοκόμοι φάνηκε να εστιάζουν περισσότερο στον ρόλο της οικογένειας και τη συνεισφορά των γονέων στη λεξιλογική ανάπτυξη του παιδιού. Από την άλλη, οι νηπιαγωγοί προτίμησαν να αφιερώσουν οι ίδιοι χρόνο για να κάνουν ερωτήσεις στον μαθητή και να ανοίξουν διάλογο μαζί του μέχρι να βελτιωθεί ο τρόπος που επικοινωνεί. Κατά τη διάρκεια της έρευνας η θεωρία επιβεβαιώθηκε στην πράξη δίνοντας απαντήσεις για τις υπάρχουσες πρακτικές, αλλά ανοίγοντας παράλληλα ευκαιρίες για μελλοντική έρευνα. Η σημασία του κοινωνικού παιχνιδιού φάνηκε να επιβεβαιώνεται απόλυτα στην πράξη, όπως προβλέπει η βιβλιογραφία. Εν τούτοις, η αυξανόμενη χρήση της τεχνολογίας προβλέπεται να επιφέρει αλλαγές στον τρόπο που επικοινωνούν τα παιδιά γεγονός που αναμένεται να ερευνηθεί στο μέλλον. Πέρα από αυτό, δημιουργήθηκαν ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσο οι εκπαιδευτικοί της προσχολικής εκπαίδευσης έχουν γνώση και κατανόηση της θεωρίας ως προς τους τρόπους προσέγγισης της λεξιλογικής εκπαίδευσης.
|