Περίληψη |
O σκοπός της παρούσας ερευνητικής μελέτης είναι να διερευνηθούν οι κατά τις απόψεις των γονέων αιτιολογικοί παράγοντες που ευθύνονται για την απουσία των γυναικών εκπαιδευτικών από τη στελέχωση ανώτερων διοικητικών θέσεων στον επαγγελματικό κλάδο της Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, σε δημοτικά σχολεία. Συγκεκριμένα, διερευνώνται τα κοινωνικά αλλά και προσωπικά εμπόδια που σχετίζονται με τη διάσταση του φύλου, οι διαφορές και η καταλληλότητα ανδρών και γυναικών στην άσκηση της ηγεσίας, οι επιπτώσεις της μειωμένης αριθμητικά συμμετοχής όπως προκύπτουν από τις υποκειμενικές αναφορές των συμμετεχόντων και αναζητούνται πιθανές λύσεις. Για τη συλλογή των δεδομένων επελέγη ως μεθοδολογία έρευνας η ποιοτική προσέγγιση και ως ερευνητικό εργαλείο η ημιδομημένη συνέντευξη. Η επιλογή αυτού του είδους συνέντευξης από την ερευνήτρια οφείλεται στο γεγονός ότι συνιστά την πλέον κατάλληλη μορφή, ώστε να δοθεί στους συμμετέχοντες η δυνατότητα να εκφράσουν τις προσωπικές τους αντιλήψεις με περισσότερη ευελιξία. Το δείγμα της συγκεκριμένης μελέτης συνίσταται σε 20 γονείς, 10 άνδρες και 10 γυναίκες, με τέκνα ηλικίας 6 έως 12 ετών, που φοιτούν σε σχολεία εντός της πόλης του Ηρακλείου Κρήτης. Από την ανάλυση των ποιοτικών δεδομένων, προέκυψαν τα εξής αποτελέσματα: ως προς τους παράγοντες που αποτρέπουν τις γυναίκες εκπαιδευτικούς να αναλάβουν διοικητικά καθήκοντα, οι ερωτώμενοι σε γενικές γραμμές θεωρούν ότι οι γυναίκες τα αποφεύγουν λόγω των πολλών οικογενειακών υποχρεώσεων, καθώς προτεραιότητα δίδεται στις καριέρες των συζύγων τους. Ακόμη, αναφέρθηκε ότι η μη δήλωση υποψηφιότητας οφείλεται και σε πατριαρχικά κατάλοιπα που διατηρούν την κοινωνία ανδροκρατούμενη, ενώ μικρό ποσοστό υποστηρίζει ότι οι ίδιες οι γυναίκες προτιμούν τη διδασκαλία και την αλληλεπίδραση με τα παιδιά. Ως προς τις διαφορές των φύλων στην άσκηση της ηγεσίας, αναφέρθηκε ότι οι γυναίκες διαθέτουν περισσότερη ενσυναίσθηση, είναι πιο οργανωτικές, δημοκρατικές και περισσότερο δίκαιες και νομοταγείς, σε σχέση με τους άνδρες διευθυντές. Στο ερώτημα που αφορούσε στον συσχετισμό του φύλου με την ικανότητα ανάληψης ηγετικών καθηκόντων, οι απαντήσεις διαιρέθηκαν σε διαφορετικές κατηγορίες. Αφ’ ενός, ορισμένοι συμμετέχοντες απάντησαν ότι οι γυναίκες είναι ικανότερες, καθώς λόγω τρόπου σκέψης είναι ευκολότερο να αντιμετωπίσουν πιθανά προβλήματα. Αφ’ ετέρου, από τους περισσότερους υποστηρίχθηκε ότι η αποτελεσματική διοίκηση συνιστά ζήτημα ικανοτήτων και φιλοδοξιών και δεν σχετίζεται με τη διάσταση του φύλου. Στη συνέχεια, ως τρόποι επίλυσης της γυναικείας απουσίας προτείνονται η λήψη μέτρων από την Πολιτεία για τη διευκόλυνση της εργαζόμενης μητέρας και η θέσπιση νόμων για ισομερή ποσόστωση ανδρών-γυναικών στη στελέχωση. Τέλος, προέκυψε ότι η αριθμητική ανισότητα στην εκπαιδευτική διοίκηση δύσκολα θα ανατραπεί, αντιθέτως θα διαιωνίζεται με εξάρσεις και υφέσεις.
|