Περίληψη |
Η χρήση υποκοριστικών τύπων κατά την προφορική κυρίως επικοινωνία αποτελεί χαρακτηριστικό φαινόμενο της νέας ελληνικής. Οι περιστάσεις κατά τις οποίες επιλέγουμε να χρησιμοποιούμε υποκοριστικά στην καθημερινότητά μας είναι αναρίθμητες και εξυπηρετούν πολλούς και διαφορετικούς σκοπούς, μπορεί να φανερώνουν οικειότητα, στοργή, ευγένεια, υποτίμηση, ακόμη και ειρωνεία. Η συχνότητα χρήσης υποκοριστικών μάλιστα από τους ομιλητές μιας γλώσσας, αντανακλά στοιχεία πολιτισμού και αποκαλύπτει χαρακτηριστικά του τρόπου με τον οποίο επικοινωνούν και προσεγγίζουν τους συνομιλητές τους.
Παρά τη συχνή χρήση υποκοριστικών από τους ομιλητές της νέας ελληνικής, παρατηρείται, επίσης συχνά ένας δισταγμός, όταν απαιτείται η χρήση τους σε πτώσεις πέραν της ονομαστικής ή της αιτιατικής. Ειδικότερα, αναφερόμενη στα υποκοριστικά που λήγουν σε /-àci/(-άκι) και /-ùli/(-ούλι), υποκοριστικές καταλήξεις, οι οποίες εμφανίζουν πολύ υψηλά ποσοστά προτίμησης σύμφωνα με έρευνες, η χρήση της γενικής τόσο του ενικού, όσο και του πληθυντικού αριθμού θεωρείται σχεδόν απαγορευτική. Οι απόψεις διίστανται σχετικά με τη δυνατότητα ή μη κλίσης των τύπων αυτών στη γενική, αλλά και σχετικά με την ύπαρξη ενός ενδεχομένως «πιο αποδεκτού» τύπου της γενικής. Αρκετές φορές στα πλαίσια της καθημερινότητας παρατηρείται η ανάγκη για τη χρήση των τύπων αυτών, κάποιες φορές μάλιστα διστάζοντας, αποφεύγουμε με διάφορους τρόπους το σχηματισμό τους, με αντικατάστασή τους με άλλους πιο «αποδεκτούς», αλλά συχνά μη οικονομικούς για τη γλώσσα τύπους, άλλες πάλι διακρίνουμε ένα δίλημμα σχετικά με το σχηματιζόμενο τύπο. Ωστόσο, παρατηρείται σε αρκετές διαλέκτους η χρήση της γενικής ενικού και πληθυντικού των υποκοριστικών αυτών χωρίς περιορισμούς.
Βασικός σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η διερεύνηση, η καταγραφή και η ανάλυση των τάσεων σχετικά με το σχηματισμό του τύπου της γενικής των υποκοριστικών με καταλήξεις /-àci/ (-άκι) και /-ùli/ (-ούλι) σε ένα δείγμα που αποτελούνταν από μαθητές νηπιαγωγείου, δημοτικού και ενήλικες.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας κοινή προτίμηση παιδιών και ενηλίκων, αποτέλεσαν οι καταλήξεις /-ù/ (-ού) και /-òn/ (-ών) για τον ενικό και τον πληθυντικό αντίστοιχα της γενικής, ενώ η ηλικία, η τάξη φοίτησης, αλλά και ο αριθμός των συλλαβών των υποκοριστικών λέξεων, αποτέλεσαν μεταβλητές, που επηρέασαν την έκβαση των αποτελεσμάτων. Με βάση το θεωρητικό υπόβαθρο και τα ερευνητικά δεδομένα υποστηρίζεται πως υποθέσεις και κοινωνικώς προσδιορισμένες νόρμες επηρεάζουν και ενδεχομένως επιβάλλουν, συγκεκριμένους λεξικούς τύπους, ενώ αποκλείουν το σχηματισμό άλλων, χωρίς να υπάρχουν απαραίτητα σαφείς γραμματικοί κανόνες που να αποκλείουν τη χρήση τους.
Το κενό στο κλιτικό παράδειγμα των συγκεκριμένων υποκοριστικών δεν οφείλεται στην αδυναμία σχηματισμού τους λόγω σοβαρών φωνολογικών, μορφολογικών ή σημασιολογικών κανόνων, αλλά στην τάση της πλειοψηφίας των φυσικών ομιλητών να αποφεύγουν τη χρήση τους, τάση η οποία τείνει να γενικευθεί και να αντιμετωπίζεται ως κανονικότητα.
|