Περίληψη |
Έχει παρατηρηθεί ότι το ανθρώπινο οφθαλμικό σύστημα διαθέτει «προσαρμοστική ικανότητα» σε πιθανές διαθλαστικές αλλαγές. Πολλές έρευνες αναφέρουν βελτίωση στην ευκρίνεια της όρασης των μυώπων μετά από παρατεταμένες περιόδους χωρίς διόρθωση [Pesudovs & Brennan (1993), Mon-Williams (1998), Rosenfield & Sini George (2004)]. Στην παρούσα εργασία μελετήθηκε η επίδραση παροδικής και παρατεταμένης θόλωσης, εισερχόμενης με θετικούς οφθαλμικούς φακούς, στην οπτική οξύτητα εμμετρώπων και μυώπων χρησιμοποιώντας δύο πίνακες οπτοτύπων κλίμακας logMAR: τον τροποποιημένο ETDRS πίνακα γραμμάτων του Πανεπιστημίου Κρήτης και τον πίνακα του Landolt C. Σκοπός ήταν: α) να μελετηθεί η επίδραση της σφαιρικής από-εστίασης (defocus) στους δύο πίνακες οπτοτύπων και τις δύο διαθλαστικές ομάδες, β) η αξιολόγηση πιθανών διαφορών μεταξύ εμμετρώπων και μυώπων ως προς τη δυνατότητα προσαρμογής στη θόλωση (blur adaptation) και γ) η μελέτη του κυρίαρχου και μη κυρίαρχου οφθαλμού σε παροδική και παρατεταμένη θόλωση.
Για τις ανάγκες της μελέτης εξετάστηκαν χωρίς τη χρήση κυκλοπληγίας, 13 εμμέτρωπες και 13 μύωπες (52 οφθαλμοί), υγιείς εθελοντές, με ηλικιακό εύρος από 21 έως 38 έτη (Μέση ηλικία = 26,8 έτη, Τ.Α = 3,5 έτη). Το σφαιρικό διαθλαστικό ισοδύναμο των μυώπων ήταν από -0,75 έως -5,00 D (Μέση τιμή=-2,50 D) και των εμμετρώπων από -0,63 έως +0,50 D (Μέση τιμή=-0,05 D). Οι συμμετέχοντες είχαν οπτική οξύτητα ίση ή καλύτερη από 0,00 logMAR στον ένα τουλάχιστον οφθαλμό, ενώ αποκλείστηκαν εξεταζόμενοι με αστιγματισμό μεγαλύτερο από 1,50 DC ή οποιαδήποτε οφθαλμική πάθηση. Οι δύο οφθαλμοί εξετάστηκαν ξεχωριστά και με τους δύο πίνακες οπτοτύπων. Με τη χρήση αυτόματου διαθλασίμετρου (HRK 7000 της εταιρείας Huvitz), η διαθλαστική κατάσταση του οφθαλμού μετρήθηκε αντικειμενικά στην αρχή και στο τέλος της πειραματικής διαδικασίας, η οποία περιελάμβανε τα εξής τρία στάδια: 1ο: Μέτρηση οπτικής οξύτητας των εξεταζόμενων με τη βέλτιστή διόρθωση (καθορισμένη από υποκειμενική διαθλαστική εξέταση). 2ο: Μέτρηση οπτικής οξύτητας υπό την επίδραση μυωπικής θόλωσης, η οποία εισήχθηκε με φακούς ισχύος +2,00D ειδικά τοποθετημένους σε σκελετούς οράσεως που φορούσαν οι εξεταζόμενοι. 3ο: Έκθεση εξεταζόμενων σε παρατεταμένη θόλωση (φορώντας τα θολωτικά γυαλιά οράσεως) για 60 λεπτά και μέτρηση οπτικής οξύτητας. Κατά τη διάρκεια της «θόλωσης» οι εξεταζόμενοι παρακολούθησαν ταινία της αρεσκείας τους που προβάλλονταν σε οθόνη, από απόσταση 6 μέτρων, χωρίς να πραγματοποιήσουν οποιαδήποτε κοντινή εργασία.
Η επίδραση της σφαιρικής από-εστίασης ισχύος +2,00D, προκάλεσε μείωση της βέλτιστης οπτικής οξύτητας όλων των εξεταζομένων. Η μέση μείωση για τον πίνακα των γραμμάτων βρέθηκε 0,74 logMAR και 0,81 logMAR για τον πίνακα του Landolt C. Διαχωρίζοντας τους εξεταζόμενους σε εμμέτρωπες και μύωπες βρέθηκε στην αναγνώριση των γραμμάτων, μέση μείωση 0,81 logMAR για τους εμμέτρωπες και 0,66 logMAR για τους μύωπες. Στην ανίχνευση προσανατολισμών η μείωση της οπτικής οξύτητας για τους εμμέτρωπες βρέθηκε 0,86 logMAR και για τους μύωπες 0,77 logMAR. Απομονώνοντας την ομάδα των μυώπων και συσχετίζοντας τη μείωση στην οπτική οξύτητα που κατέγραψαν με το σφαιρικό τους ισοδύναμο, παρατηρήθηκε ότι υπάρχει τάση: α) για μεγαλύτερη μείωση της οπτικής οξύτητας σε χαμηλότερου βαθμού μύωπες και β) για μεγαλύτερη μείωση στον πίνακα του Landolt C.
Μετά την προσαρμογή στη θόλωση +2,00D, καταγράφηκε σημαντική βελτίωση της οπτικής οξύτητας για όλους τους εξεταζόμενους. Η μέση βελτίωση για όλους τους εξεταζόμενους βρέθηκε 0,08 logMAR για τον πίνακα των γραμμάτων και 0,11 logMAR για τον πίνακα του Landolt C. Μετά από 60 λεπτά παραμονής στη θόλωση, οι εμμέτρωπες παρουσίασαν μέση βελτίωση 0,09 logMAR ενώ οι μύωπες 0,10 logMAR. Για την ομάδα των μυώπων, φάνηκε να υπάρχει γραμμική σχέση μεταξύ βελτίωσης της οπτικής οξύτητας και διαθλαστικού σφάλματος, παρατηρώντας: α) μεγαλύτερη βελτίωση για τον πίνακα του Landolt C και β) μεγαλύτερη βελτίωση για υψηλότερα διαθλαστικά σφάλματα. Οι αντικειμενικές μετρήσεις των διαθλαστικών σφαλμάτων απέδειξαν ότι δεν υπήρξε κλινικά σημαντική διαθλαστική μεταβολή του οφθαλμού μετά την προσαρμογή (r=0,993, N=26, p<0,001). Τέλος, δε βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ κυρίαρχου και μη κυρίαρχου οφθαλμού παρουσία παροδικής ή παρατεταμένης θόλωσης.
Συμπερασματικά, επισημαίνουμε ότι η θόλωση +2,00D προκάλεσε μεγαλύτερη μείωση στην οπτική οξύτητα των εμμετρώπων, σε σύγκριση με τους μύωπες. Σε συνθήκες μειωμένης όρασης οι δύο πίνακες οπτοτύπων δεν θεωρήθηκαν ισοδύναμοι αφού η ανίχνευση προσανατολισμών βρέθηκε δυσκολότερη από την αναγνώριση γραμμάτων. Η παρατεταμένη έκθεση στη θόλωση +2,00D για 60 λεπτά οδήγησε στη βελτίωση της οπτικής οξύτητας εμμετρώπων και μυώπων. Μεγαλύτερες τιμές κατέγραψαν οι μύωπες και συγκεκριμένα αυτοί με υψηλότερο διαθλαστικό σφάλμα, ενώ η προσαρμογή βρέθηκε μεγαλύτερη για τον πίνακα του Landolt C παρά για τα γράμματα.
|