Περίληψη |
Το γένος Origanum ανήκει στην οικογένεια Lamiaceae και περιλαμβάνει 45 είδη
(με 6 υποείδη) και 19 υβρίδια. Εξαπλώνεται σε ολόκληρη την Ευρώπη, βόρεια παράλια
Αφρικής μέχρι την εύκρατη Ασία (Ταϊβάν) αν και η πλειονότητα των ειδών
εντοπίζονται στην ανατολική Μεσόγειο με κέντρο ποικιλότητας την Τουρκία. Στην
Ελλάδα εντοπίζονται 12 taxa συνολικά (10 είδη και τρία υποείδη), απο τα οποία τα
επτά, είναι ενδημικά Ελλάδας. Λόγω της χρησιμότητας των ειδών Origanum για τον
άνθρωπο, υπάρχει πληθώρα δημοσιευμένων ερευνητικών αποτελεσμάτων σχετικά με
τις ιδιότητες και χρήσεις των διαφόρων ειδών για αιθέρια έλαια και φαρμακευτικές
ιδιότητες, αλλά και μελέτες σχετικά με την οικολογία των ειδών και τις εξαπλώσεις
τους. Σε γενετικό επίπεδο οι υπάρχουσες μελέτες εστιάζουν στη γενετική ποικιλότητα
των ειδών, στην καρυολογικές διαφορές τους, ενώ υπάρχουν και μελέτες διερεύνησης
πληθυσμιακής δομής. Όσον αφορά τις φυλογενετικές σχέσεις των ειδών του γένους,
υπάρχει μόνο μία μελέτη για τις σχέσεις ειδών της section Majorana (O. onites, O.
majorana, O. dubium και O. syriacum). Στην παρούσα διατριβή, ο γενικός στόχος ήταν
η διερεύνηση των φυλογενετικών σχέσεων των ειδών και της ταξινομικής καθώς και η
επαναξιολόγηση των διαγνωστικών μορφολογικών χαρακτηριστικών του γένους
Origanum στην Ελλάδα. Χρησιμοποιήθηκε σχεδόν το σύνολο των ειδών της χώρας
(εκτός από τα είδη O. lirium και O. sipyleum), μαζί με την συμπερίληψη ειδών που
εντοπίζονται εκτός Ελλάδας και καλύφθηκε μεγαλύτερο εύρος της εξάπλωσής
τους.Πραγματοποιήθηκαν αναλύσεις που περιλαμβάνουν γενετικές αναλύσεις
πυρηνικών και χλωροπλαστικών γενετικών τόπων (μέθοδος sanger, Bayesian και ML
αναλύσεις), φυλογενετικές αναλύσεις μορφολογικών χαρακτήρων (Maximum
Parsimony – MP, με TNT) και εκτίμηση χρόνων απόκλισης (BEAST). Σύμφωνα με τα
αποτελέσματα των αναλύσεων, οι φυλογενετικές σχέσεις εντός του γένους δεν
επιλύονται πλήρως, όμως επιβεβαιώνεται η μονοφυλετικότητα όλων των ειδών που
μελετήθηκαν, εκτός του ενδημικού είδους της Κρήτης O. dictamnus. Η ταξινομική
διάκριση των sections επιβεβαιώνεται μορφολογικά αλλά και γενετικά, ενώ σε
χαμηλότερο ταξινομικό επίπεδο, καμία section δεν περιλαμβάνει όλα τα είδη που της
αντιστοιχούν. Κάποια είδη, κυρίως εκτός Ελλάδας (O. majorana, O. dubium, O.
syriacum), φαίνεται να έχουν αρκετά συγκεχυμένη ταξινομική ιστορία και χρίζουν
περαιτέρω ανάλυσης. Σύμφωνα με την φυλογενετική ανάλυση μορφολογικών
χαρακτήρων, πέραν της μονοφυλετικότητας όλων των ειδών και της διάκρισης των sections σε ανώτερες ομάδες, συγκεκριμένοι χαρακτήρες αποδείχθηκαν αρκετά
πληροφοριακοί στην αναγνώριση ειδών ακόμα και με μεμονωμένη χρήση. Σε
αντιδιαστολή, χαρακτήρες που πριν θεωρούνταν αποτεεσματικοί για τη διάκριση των
ειδών, αποδείχθηκαν μη πληροφοριακοί αφού τους μοιράζονται αρκετά είδη που
ανήκουν σε διαφορετικές sections. Η ανάλυση χρονολόγησης, έδειξε πως η
διαφοροποίηση των ειδών έλαβε χώρα κυρίως κατά τη διάρκεια του Πλειστοκαίνου,
αν και φαίνεται πως είχε ξεκινήσει ήδη κατά το Μέσο Πλειόκαινο (4,5 εκ. χρόνια πριν).
Δεδομένης της υπάρχουσας γνώσης για την παλαιογεωγραφία και παλαιοκλιματολογία
του Ελληνικού χώρου, προκύπτει ότι οι βασικές παράμετροι που έπαιξαν ρόλο στη
διαφοροποίηση των ειδών είναι κυρίως η εμφάνιση και εδραίωση του Μεσογειακού
κλίματος, αλλά και οι επιδράσεις των πλειστοκαινικών παγετωδών και μεσοπαγετωδών
περιόδων.
|