Your browser does not support JavaScript!

Αρχική    Αναζήτηση  

Αποτελέσματα - Λεπτομέρειες

Εντολή Αναζήτησης : Συγγραφέας="Σαμώνης"  Και Συγγραφέας="Γεώργιος"

Τρέχουσα Εγγραφή: 75 από 84

Πίσω στα Αποτελέσματα Προηγούμενη σελίδα
Επόμενη σελίδα
Προσθήκη στο καλάθι
[Προσθήκη στο καλάθι]
Κωδικός Πόρου 000345915
Τίτλος Μελέτη της ενεργοποίησης των ογκογονιδίων Tpl-2 και Gfi1 σε λεμφοειδείς νεοπλασίες
Άλλος τίτλος Study of the activation of the oncogenes Tpl2 and Gfi1 in lymphoid malignancies.
Συγγραφέας Χριστοφορίδου, Άννα
Σύμβουλος διατριβής Τσατσάνης, Χρήστος
Μέλος κριτικής επιτροπής Σαμώνης, Γεώργιος
Παπαδάκη, Ελένη
Ηλιόπουλος, Αριστείδης
Μαργιωρής, Ανδρέας
Μπούμπας, Δημήτριος
Αλεξανδράκης, Μιχαήλ
Περίληψη Τα γονίδια Tpl2 και Gfi1 αποτελούν σχετικά καινούρια μέλη της οικογένειας των κυτταρικών ογκογονιδίων των οποίων ο ρόλος στην ανάπτυξη και εξέλιξη ανθρώπινων νεοπλασματικών νόσων πιθανολογείται, καθώς είναι γνωστό ότι συμβάλλουν στην ανάπτυξη λεμφοειδών νεοπλασιών, κυρίως Τ-λεμφοκυτταρικής αρχής σε ζωικά πειραματικά μοντέλα. Συγκεκριμένα, η κινάση Tpl2 (ή ΜΑΡ3Κ8) όταν εκφράζεται αναδιαταγμένη (κολοβωμένη) στο καρβοξυτελικό της άκρο σε διαγονιδιακά ποντίκια προκαλεί την ανάπτυξη Τ-λεμφοβλαστικών λεμφωμάτων, ενώ και η υπερέκφραση της φυσικής πρωτεΐνης είναι ογκογόνος. Στον άνθρωπο έχει βρεθεί υπερέκφραση σε λέμφωμα Hodgkin’s, σε ρινοφαρυγγικό καρκίνωμα και σε καρκίνο του μαστού, ενώ πρόσφατα βρέθηκε μετάλλαξη που αναδιατάσσει το 3’ άκρο του γονιδίου σε καρκίνο πνεύμονα. Στις φυσιολογικές της λειτουργίες συμπεριλαμβάνεται συμμετοχή στην ενεργοποίηση Τ-λεμφοκυττάρων, αλλά και στην παραγωγή IL-2 από Τ-λεμφοκύτταρα. Aναστέλλει τη ρυθμιστική του κυτταρικού κύκλου πρωτεΐνη p27kip και κινητοποιεί διάφορους μεταγραφικούς παράγοντες που διεγείρουν την παραγωγή κυττοκινών όπως η IL-2 και ευοδώνουν τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό. Συμμετέχει ακόμη στην παραγωγή TNF-α από μακροφάγα, καθώς και στην διαβίβαση σημάτων που προέρχονται από την επίδραση TNF-α και CD40 σε μακροφάγα και Β-λεμφοκύτταρα. Η αναδιαταγμένη μορφή της φαίνεται πως είναι πολύ πιο δραστική. Αντίστοιχα, το γονίδιο που κωδικοποιεί το μεταγραφικό παράγοντα Gfi1 αποτελεί επίσης θέση ενσωμάτωσης προϊών σε MoMuLV-επαγόμενα Τ-λεμφώματα και προσδίδει μερική ανεξαρτησία από την ΙL-2 στις κυτταρικές σειρές που προέρχονται από αυτά. Σε διαγονιδιακά ποντίκια αναπτύσσονται Τ-λεμφώματα σε χαμηλό ποσοστό, το οποίο όμως αυξάνει κατά πολύ αν ταυτόχρονα εκφραστούν τα c-Myc ή Pim, ενώ υπερεκφράζεται και σε Β-λεμφώματα που αναπτύσσονται σε διαγονιδιακά Εmu-myc ποντίκια με την επίδραση MoMuLV.Ο ρόλος του στην ογκογένεση συνδέεται με την πρόοδο μάλλον παρά με την έναρξη της, ενώ κατέχει σημαντική θέση και στη ρύθμιση της αιμοποίησης. Στη ρύθμιση της έκφρασης του γονιδίου αυτού έχει δειχθεί ο επαγωγικός ρόλος της οδού ΕΡΚ, πιθανόν μέσω ενεργοποίησης του μεταγραφικού παράγοντα ΑΡ-1 ύστερα από TCR διέγερση. Στον άνθρωπο δεν έχει γίνει έως τώρα καμία μελέτη σχετικά με το ρόλο του στην ανάπτυξη αιματολογικών κακοηθειών, ως επίσης δεν έχει ποτέ μελετηθεί ταυτόχρονα με το γονίδιο Tpl2, το οποίο είναι γνωστό ότι διεγείρει την ΜΕΚ/ΕRΚ/ΑΡ-1 οδό. Τέλος, η κινάση Pim1 ανήκει, όπως και η MAP3K8, στις κυτταροπλασματικές κινάσες σερίνης/θρεονίνης και διαθέτει αντι-αποπτωτικές και επαγωγικές του κυτταρικού πολλαπλασιασμού ιδιότητες. Η ογκογόνος δράση της έχει επιβεβαιωθεί τόσο σε πειραματικά μοντέλα όσο και στον άνθρωπο, όπου έχει αποκαλυφθεί η συμμετοχή της σε Β-λεμφώματα, σε καρκίνο προστάτη και σε μυελοβλαστικές λευχαιμίες. Κατέχει σημαντικό ρόλο στην εκδήλωση της αντι-αποπτωτικής δράσης διάφορων κυττοκινών και ιδίως όσων ενεργοποιούν την STAT3. Θεωρείται ογκογονίδιο με ρόλο στη φάση της έναρξης της κακοήθους εξαλλαγής, κατά την πρόοδο της οποίας συνεργάζεται με άλλα ογκογονίδια. Οι Mikkers και συν χρησιμοποιώντας κατευθυνόμενη μεταλλαξιογένεση με MoMuLV σε ΕμMyc+/Pim1- ποντίκια προκειμένου να αναλύσουν τις περιοχές ενσωμάτωσης προϊών, ταυτοποίησαν εννέα περιοχές που σχετίζονται με σχέση αλληλοαποκλεισμού, δηλαδή μη ταυτόχρονης ενσωμάτωσης με το Pim1. Ανάμεσα σ’ αυτές περιλαμβανόταν το γονίδιο Tpl2 που σημαίνει ότι το Tpl2, όσον αφορά την ογκογένεση, πρέπει να δρα εν παραλλήλω ή σε κατώτερο επίπεδο από το Pim1. Στον άνθρωπο οι Β-λεμφοκυτταρικές κακοήθειες είναι κατά πολύ συχνότερες των Τ, τουλάχιστον στο Δυτικό κόσμο. Έτσι, στην παρούσα μελέτη συμπεριλάβαμε σειρά ασθενών με Τ και Β λεμφοειδείς νεοπλασίες (λευχαιμίες ή λεμφώματα με λευχαιμική έκφραση) με σκοπό να μελετήσουμε: α) την έκφραση των Tpl2, Gfi1 και Pim1 με ημι-ποσοτική, συμβατική RT-PCR, καθώς και με SybrGreen real-time qPCR σε λεμφομονοπύρηνα του περιφερικού αίματος των με σκοπό την ανάδειξη πιθανής υπερέκφρασης και των μεταξύ τους σχέσεων αποκλεισμού ή συνέργειας β) την πιθανότητα γονιδιακής ενίσχυσης του Tpl2 με multiplex PCR βάσει των αποτελεσμάτων των Σουρβίνος και συν σε καρκίνο του μαστού και γ) τα επίπεδα των TNF-α και IL-2 στον ορό με την ανοσοενζυματική μέθοδο ELISA, αλλά και τα επίπεδα των IL-12 και IFN-γ που συνδέονται με νόσους όπως οι LGL λευχαιμίες και η ΧΛΛ.Επιλέχθηκαν 24 ασθενείς της αιματολογικής κλινικής του Πανεπιστημιακού νοσοκομείου Ηρακλείου, 12 από τους οποίους έπασχαν από Β- και 12 από Τ- λεμφοκυτταρικές νεοπλασίες. Συμπεριελήφθη μία ασθενής με Β-λεμφοκυττάρωση που στη συνέχεια αποδείχθηκε αντιδραστικού τύπου από ρευματοειδή αρθρίτιδα, καθώς και 22 υγιείς μάρτυρες. Από κάθε ασθενή ή μάρτυρα ελήφθησαν 18 ml περιφερικού αίματος. Από το ίζημα των λεμφομονοπυρήνων που ελήφθη με τη μέθοδο της διαβαθμισμένης φυγοκέντρησης πάνω σε στοιβάδα φικόλης έγινε απομόνωση RNA και DNA, ενώ ο ορός των ασθενών χρησιμοποιήθηκε σε αντιδράσεις ELISA. Τα αποτελέσματα της συμβατικής RT-PCR είχαν χαμηλό δυναμικό εύρος στην εκτίμηση της σχετικής έκφρασης των γονιδίων, ωστόσο δε διέφεραν από τη real-time qPCR στην ανίχνευση των δειγμάτων με υπερέκφραση. Από τους ασθενείς με Τ-λεμφοκυτταρικές κακοήθειες 33% είχαν υπερέκφραση Tpl2, έως 5,2 φορές τη μέση τιμή των μαρτύρων και μάλιστα ήταν οι πάσχοντες από LGL-χρόνιες λεμφοκυτταρικές λευχαιμίες. Σε τρεις από αυτούς η νόσος συνοδεύονταν από ανοσολογικής αρχής ουδετεροπενία. Οι ίδιοι παρουσίαζαν και υπερέκφραση Gfi1. Υπερέκφραση Pim1 παρουσίασαν 6 από τους 12 ασθενείς (50%) και συγκεκριμένα η ομάδα των Τ-LGL καθώς και 3 ασθενείς με επιθετικού τύπου Τ-κακοήθειες. Από τους ασθενείς με Β-λεμφοκυτταρικές κακοήθειες υπερέκφραση Tpl2 παρουσίασαν 9 ασθενείς (75%) και ήταν όλοι οι ασθενείς με Β-χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία (ΧΛΛ) καθώς και μια ασθενής με λέμφωμα σπληνός της μεθοριακής ζώνης, ένας με λέμφωμα μανδύα και οριακά ο ασθενής με μετατροπή ΧΛΛ σε σύνδρομο Richter. Κανένας δεν παρουσίασε υπερέκφραση Gfi1. Εννιά επίσης ασθενείς με Β-λεμφοκυτταρικές κακοήθειες παρουσίασαν αυξημένη έκφραση του Pim1: οι ασθενείς με ΧΛΛ και οι ασθενείς με λέμφωμα τύπου μανδύα είχαν πολύ υψηλές τιμές καθώς και η ασθενής με λέμφωμα σπληνός της μεθοριακής ζώνης. Ενδιαφέροντα αποτελέσματα έδειξε η συσχέτιση των 3 γονιδίων με two-tailed Spearman’s rank order correlation ανάλυση. Έτσι αποδείχθηκε στατιστικά σημαντική θετική σχέση της έκφρασης και των τριών γονιδίων όσον αφορά τις Τ-λεμφοκυτταρικές κακοήθειες, ενώ στις Β- λεμφοκυτταρικές κακοήθειες θετικά σχετίζονταν μόνο η έκφραση των Τpl2 και Ρim1. Δεν αποδείχθηκε κάποια αρνητική σχέση μεταξύ των γονιδίων. Η ανάλυση του γονιδιακού φορτίου του Tpl2 με multiplex PCR σε γενωμικό DNA δεν έδειξε γονιδιακή ενίσχυση σε κανένα από τα δείγματα. Τέλος, η εκτίμηση των επιπέδων των IL-2, INF-γ, TNF-α και IL-12 στον ορό και η συσχέτισή τους με το Tpl2NORM έδωσε τα εξής αποτελέσματα: Η IL-2 είχε απροσδιόριστη τιμή σε όλα τα δείγματα. Οι ασθενείς με Τ-λεμφοκυτταρικές κακοήθειες γενικά και με LGL λευχαιμίες ειδικότερα είχαν στατιστικά υψηλότερες τιμές TNF-α σε σχέση με τους μάρτυρες, χωρίς στατιστικά σημαντική συσχέτιση TNF-α με Tpl2NORM, αλλά και υψηλότερες τιμές IL- 12 με θετική μάλιστα συσχέτιση μεταξύ Tpl2NORM και IL-12. Τα επίπεδα της INF-γ δε διέφεραν μεταξύ ασθενών και μαρτύρων, ωστόσο στην ομάδα των LGL παρατηρήθηκαν μεμονωμένα υψηλότατες τιμές. Παρόμοια και οι ασθενείς με Β- λεμφοκυτταρικές κακοήθειες είχαν υψηλότερες τιμές TNF-α από τους μάρτυρες, χωρίς να υπάρχει στατιστικά σημαντική συσχέτιση των τιμών TNF-α με τις τιμές Tpl2NORM. Από αυτούς, οι ασθενείς με λέμφωμα μανδύα παρουσίαζαν μεγαλύτερη τάση αύξησης των επιπέδων TNF-α σε σχέση με τους υπόλοιπους. Επιπλέον, οι ασθενείς με Β-λεμφοκυτταρικές κακοήθειες είχαν συνολικά υψηλότερες τιμές IL-12 αλλά και INF-γ από τους μάρτυρες χωρίς να ξεχωρίζει κάποια υπο- ομάδα νόσων, καθώς και θετική συσχέτιση μεταξύ της έκφρασης Tpl2 και των επιπέδων IL- 12. Συνοψίζοντας, δείχθηκε ότι οι χρόνιες λευχαιμίες των LGL κυττάρων παρουσιάζουν υπερέκφραση των ογκογονιδίων Tpl2, Gfi1 και Pim1. Έτσι, η προαναφερθείσα πιθανή σχέση αποκλεισμού μεταξύ των Tpl2 και Pim1 δεν φαίνεται να ισχύει, ενώ επιβεβαιώνεται η συνεργική σχέση των Pim1 και Gfi1. Ακόμη, η υπερέκφραση του mRNA του Tpl2 δεν οφείλεται σε γονιδιακή ενίσχυση, αντίθετα από την αντίστοιχη μελέτη στον καρκίνο του μαστού, πράγμα αναμενόμενο αφού στις λεμφοειδείς νεοπλασίες το φαινόμενο αυτό σπάνια ευθύνεται για την υπερέκφραση ογκογονιδίων. Για την παθογένεια των LGL λευχαιμιών λίγα είναι γνωστά. Πρόκειται για βραδείας εξέλιξης νεοπλασία των CD3 θετικών Τ/ΝΚ-like λεμφοκυττάρων, με συνήθη φαινότυπο CD8+, CD4–, TCR αβ+, CD16+, CD57+ ή των ΝΚ κυττάρων με φαινότυπο CD3-, TCR- , CD2+, CD16+, CD56+. Τα υπό μελέτη γονίδια έχουν πολλά επίπεδα δράσης που μπορούν να συμβάλλουν στην επαγωγή της ογκογένεσης στις παραπάνω νεοπλασίες. Έτσι, τα Tpl2 και Pim1 επάγουν την παραγωγή IL-2, ενώ τόσο αυτά όσο και το Gfi1 μετέχουν στις οδούς διέγερσης των Τ-λεμφοκυττάρων από την IL-2. Το Tpl2 ενδεχομένως εμπλέκεται, μέσω της ενεργοποίησης της JNK και στη διαφοροποίηση των Τ- λεμφοκυττάρων προς την κατεύθυνση των CD8, ύστερα από επίδραση TNF-α, όπως δείχθηκε στο πειραματικό μοντέλο ανάπτυξης φλεγμονώδους νόσου του εντέρου σε ΤnfΔARE ποντίκια. Τα αυξημένα επίπεδα IL-12 που βρέθηκαν στον ορό των ασθενών αυτών σχετίζονταν θετικά με την έκφραση του Tpl2, που είναι γνωστό ότι ενεργοποιεί την p38 οδό, ενώ οι ίδιοι ασθενείς είχαν και αυξημένα επίπεδα TNF-α. Έτσι, η ουδετεροπενία που παρουσιάζουν οι παραπάνω ασθενείς θα μπορούσε να οφείλεται στη αύξηση παραγωγής TNF-α από τα κύτταρα του κλώνου, με την επίδραση των IL-12 και IL-2 και τη διαμεσολάβηση του Tpl2 στην ενεργοποίηση των p38 και ERK οδών αντίστοιχα. Σε πλέον επιθετικές κακοήθειες των Τ-λεμφοκυττάρων, όπως η T- προλεμφοκυτταρική λευχαιμία, το περιφερικό Τ-λέμφωμα και το σύνδρομο Sezary σε προϊούσα φάση βρέθηκε υπερέκφραση μόνο του Pim1, στην ανάπτυξή των οποίων πιθανόν συνεργάζεται με άλλα ογκογονίδια. Στις Β-λεμφοειδείς νεοπλασίες που μελετήθηκαν παρατηρήθηκε αυξημένη έκφραση Tpl2 σε ασθενείς με Β-ΧΛΛ και σε δύο ασθενείς με λέμφωμα σπληνός της μεθοριακής ζώνης και λέμφωμα μανδύα αντίστοιχα. Στους ίδιους παρατηρήθηκε αυξημένη έκφραση και Pim1. Η συμμετοχή του Pim1 σε λεμφοειδείς νεοπλασίες και ιδίως Β- λεμφώματα στον άνθρωπο είναι ήδη γνωστή. Η μοριακή βιολογία της ΧΛΛ είναι ακόμα σε μεγάλο βαθμό άγνωστη. Αρκετές κυτταροκίνες έχουν αντι-αποπτωτική δράση στα κύτταρα της ΧΛΛ και παράγονται και αυτοκρινώς από τα λευχαιμικά κύτταρα. Επίσης, η υπερέκφραση NF-κΒ έχει κρίσιμο ρόλο στην επιβίωση των κυττάρων της ΧΛΛ, ενώ η αναστολή της ΜΑΡΚ οδού MKK3/6/p38 ελαττώνει την επιβίωση ΧΛΛ κυττάρων in vitro. Η έκφραση της κινάσης ΖΑΡ70, που μάλιστα προσδίδει κακή πρόγνωση, επάγεται μέσω Ras/ΜΑΡΚ σε φυσιολογικά Τ λεμφοκύτταρα, μολονότι ο μηχανισμός ενεργοποίησής της στα κύτταρα της ΧΛΛ δεν είναι ακόμα γνωστός. Τα παραπάνω προσφέρουν ένα πιθανό μηχανισμό συμμετοχής του Τpl2 στην ανάπτυξη της ΧΛΛ. Τα αυξημένα επίπεδα TNF-α, INF-γ και IL-12 που βρέθηκαν έχουν αντι-αποπτωτική δράση. Έτσι, το Tpl2 μπορεί να επάγει την ενεργοποίηση του μεταγραφικού παράγοντα NF-κΒ από διάφορες κυτταροκίνες ή μετά CD40 διέγερση. Ταυτόχρονα διεγείρει, μαζί με το Pim1 την παραγωγή IL-2 από τα λευχαιμικά κύτταρα δημιουργώντας ένα κύκλωμα θετικής ανάδρασης στην παραγωγή και δράση κυτταροκινών. Για το Gfi1 δε βρέθηκε συμμετοχή σε Β-λεμφοειδείς νεοπλασίες, εκτός από μια περίπτωση λεμφώματος σπληνός από κύτταρα της μεθοριακής ζώνης, γεγονός που συμφωνεί με αντίστοιχα πειραματικά δεδομένα. Τέλος, το λέμφωμα μανδύα, στο οποίο βρέθηκε συμμετοχή κυρίως του Pim1 και σε λιγότερο βαθμό του Tpl2, αποτελεί μια καλά μελετημένη πάθηση που χαρακτηρίζεται από την υπερέκφραση της κυκλίνης D1. Στο επιθετικό αυτό λέμφωμα έχει βρεθεί επιπλέον υπερέκφραση του NF-κΒ, ενώ σημαντική στην εξέλιξη της νόσου θεωρείται η αναστολή των ρυθμιστικών της G1 φάσης πρωτεϊνών p27kip ή p21 waf1. Για το Pim1 υπάρχουν ήδη δεδομένα σχετικά με το ρόλο του στη βλαστοειδή ποικιλία του λεμφώματος μανδύα, ενώ το Tpl2, με τις δράσεις που προαναφέρθηκαν (παραγωγή IL-2 και διέγερση NF-κΒ) και με την αναστολή της p27kip μπορεί να διαδραματίζει συνδυαστικό ρόλο στο λέμφωμα αυτό. Συμπερασματικά η υπερέκφραση των ογκογονιδίων Tpl2 και Gfi1 μπορεί να συμμετέχει στην ανάπτυξη ορισμένων T, Β, αλλά και ΝΚ λεμφοειδών νεοπλασιών, σε συνεργασία με άλλα ογκογονίδια όπως το Pim1, επιβεβαιώνοντας έτσι πειραματικά δεδομένα σε ζωικά μοντέλα και ιστικές καλλιέργειες σχετικά με το ρόλο τους στις λεμφοειδείς κακοήθειες.
Φυσική περιγραφή 167 σ. : πιν. ; 30 εκ.
Γλώσσα Ελληνικά
Θέμα Leukemia, Lymphocytic
Lymphoma
Oncogenes
Ιντερλευκίνη
Λέμφωμα
Λεμφωματογένεση
Λευχαιμία, Λεμφοκυτταρική
Ογκογονίδια
Ημερομηνία έκδοσης 2007-07-26
Συλλογή   Σχολή/Τμήμα--Ιατρική Σχολή--Τμήμα Ιατρικής--Διδακτορικές διατριβές
  Τύπος Εργασίας--Διδακτορικές διατριβές
Μόνιμη Σύνδεση https://elocus.lib.uoc.gr//dlib/3/5/f/metadata-dlib-088e00d21859b9393edb3f91aaa07bd3_1243844414.tkl Bookmark and Share
Εμφανίσεις 537

Ψηφιακά τεκμήρια
No preview available

Κατέβασμα Εγγράφου
Προβολή Εγγράφου
Εμφανίσεις : 18