Περίληψη |
Η χρήση αντιπηκτικών είναι ζωτικής σημασίας για ασθενείς που αναρρώνουν από
ορθοπεδικές επεμβάσεις, καθώς με αυτήν την προφυλακτική θεραπεία μπορεί να
προληφθεί η θρομβοεμβολή. Για να γίνει αυτό, οι γιατροί συνταγογραφούν στους ασθενείς
τους διαφορετικές κατηγορίες αντιπηκτικών φαρμάκων. Αρχικά, η ηπαρίνη ήταν το πρώτο
φάρμακο που συνταγογραφήθηκε, αλλά η συσχέτισή της με κατάγματα οστών καθώς και
άλλες παρενέργειες οδήγησε στην ανάπτυξη νέων φαρμάκων, όπως την ανακάλυψη των
ηπαρινών χαμηλού μοριακού βάρους (LMWHs). Μια άλλη κατηγορία, που χρησιμοποιείται
επίσης για την αποτελεσματική θεραπεία της θρομβοεμβολής είναι οι ανταγωνιστές της
βιταμίνης Κ, οι οποίοι όμως επίσης σχετίζονται με δυσλειτουργία των οστών μεταξύ άλλων.
Τα άμεσα αντιθρομβωτικά με χορήγηση από στόματος (DOACs) είναι η νεότερη κατηγορία,
και θεωρείται φιλική προς τον ασθενή, αφού η από του στόματος χορήγησή τους είναι
ευκολότερη και δεν απαιτεί συνεχή παρακολούθηση. Δυστυχώς, η επίδραση των DOACs στο
μεταβολισμό των οστών και οι πιθανές παθογένειες των οστών που μπορεί να προκαλούν
δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς, με τις σχετικές μελέτες να δείχνουν αντικρουόμενα
αποτελέσματα και να είναι περιορισμένης έκτασης.
Σε αυτή την εργασία, γίνεται μια προσπάθεια να διερευνηθεί η επίδραση των DOACs στον
μεταβολισμό των οστών, μελετώντας πώς επηρεάζουν την οστική διαφοροποίηση των προ-
οστεοβλαστών MC3T3-E1. Επιλέχθηκαν πέντε φάρμακα για αξιολόγηση ανάλογα με την
κατηγορία τους, το Fondaparinux, ένας συνθετικός πεντασακχαρίτης, το Rivaroxaban και το
Apixaban, άμεσοι αναστολείς του παράγοντα Xa, το Dabigatran etexilate, ένας άμεσος
αναστολέας θρομβίνης και η Enoxaparin, μια ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους. Για να
είναι συγκρίσιμα τα εξαγόμενα αποτελέσματα, χρησιμοποιήθηκαν οι ίδιες συγκεντρώσεις
φαρμάκων και για το λόγο αυτό, αφού διερευνήθηκε η χορηγούμενη δόση των φαρμάκων
επιλέχθηκαν τρεις διαφορετικές συγκεντρώσεις που αντιστοιχούν στις πραγματικές
συνθήκες χορήγησης, καταλήγοντας στις 10-7, 10-6 και 10-5 M. Οι παράμετροι που
επιλέχθηκαν για διερεύνηση ήταν 1. η κυτταρική βιωσιμότητα, 2. η ενζυμική δράση της
αλκαλικής φωσφατάσης (ALP), 3. Η βιοσυσσώρευση ασβεστίου, 4. η συνολική έκκριση
κολλαγόνου και 5. Τα σχετικά επίπεδα έκφρασης τριών γονιδίων που σχετίζονται με την
οστεογέννεση, SPP1 (οστεοποντίνη), SPARC (οστεονεκτίνη) και BGLAP (οστεοκαλσίνη).
Σύμφωνα με τα δεδομένα που συλλέχθηκαν, τα φάρμακα δεν επηρεάζουν τη βιωσιμότητα
των κυττάρων και την συσσώρευση ασβεστίου για τις συγκεντρώσεις 10-7, 10-6, 10-5 M και
δεν βρέθηκε σημαντική διακύμανση στα επίπεδα έκφρασης των γονιδίων SPP1 και BGLAP.
Αντίθετα, η ενζυμική δραστηριότητα της ALP, η συνολική έκκριση κολλαγόνου και τα επίπεδα
έκφρασης του γονιδίου SPARC, μειώθηκαν συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου,
υποδεικνύοντας ότι όλα τα φάρμακα επιδεικνύουν ανασταλτική δράση στη διαφοροποίηση
των οστών. Επιπλέον, συγκρίνοντας την επίδραση των φαρμάκων, γίνεται σαφές ότι το Fondaparinux είναι φάρμακο που επηρεάζει λιγότερο την κυτταρική διαφοροποίηση, με
ηπιότερη μείωση της δραστηριότητας της ALP και της έκκρισης κολλαγόνου, ενώ αυτό που
επιδρά περισσότερο είναι το Dabigatran etexilate. Προβληματισμό προκαλούν τα
αποτελέσματα του Apixaban και του Rivaroxaban, δύο φαρμάκων που είναι αμφότερα
άμεσοι αναστολείς του παράγοντα Xa και, επομένως, αναμενόταν να επηρεάσουν τον
σχηματισμό οστών με παρόμοιο τρόπο, αλλά σύμφωνα με τα δεδομένα μας το Apixaban
επηρεάζει περισσότερο τη δραστηριότητα της ALP ενώ το Rivaroxaban το εκκρινόμενο
κολλαγόνο
|