Περίληψη |
Η απόκριση των ιχθύων στην καταπόνηση (stress) εμφανίζει διαφορές τόσο
μεταξύ των ειδών, όσο και μεταξύ διαφορετικών περιβαλλοντικών συνθηκών μέσα
στο ίδιο είδος. Στο πλαίσιο αυτό επιχειρήθηκε να μελετηθεί η επίδραση της οξείας
καταπόνησης σε δύο τελεόστεους ιχθείς, το λαβράκι, Dicentrarchus labrax και τον
κρανιό, Argyrosomus regius, είδη που έχουν παρόμοια οικολογικά χαρακτηριστικά,
όντας ανθεκτικά σε μεγάλα εύρη αλατότητας, θερμοκρασίας και οξυγόνου, αλλά
εμφανίζουν έντονες διαφορές τόσο στις τιμές ηρεμίας όσο και στις μέγιστες
συγκεντρώσεις πλάσματος σε βασικούς δείκτες καταπόνησης, όπως η κορτιζόλη, η
γλυκόζη και το γαλακτικό οξύ. Η υπόθεση εργασίας ήταν ότι οι διαφορές που
παρατηρούνται σχετίζονται με μεταβολικές διαφορές μεταξύ των δυο ειδών.
Η μελέτη αυτή, που έγινε με ψάρια που προέρχονταν από ιχθυοκλωβούς,
πραγματοποιήθηκε σε τρεις διαφορετικές εποχές όπου επικρατούσαν διαφορετικές
περιβαλλοντικές θερμοκρασίες, ενώ επίσης διέφερε η φυσιολογική κατάσταση των
ατόμων. Επιπλέον, πραγματοποιήθηκε μελέτη της κινητικής της απόκρισης της
καταπόνησης στα δύο αυτά είδη, σε συνθήκες εργαστηριακής εκτροφής, με εστίαση
στα αποθέματα γλυκογόνου του ήπατος και του μυός καθώς και στις μεταβολές του
pH του αίματος και των μυών.
Ακόμα, καθώς το λαβράκι εμφανίζει πολύ υψηλές συγκεντρώσεις κορτιζόλης,
τόσο σε κατάσταση ηρεμίας, όσο και μετά την καταπόνηση, επιχειρήθηκε η μελέτη
της λειτουργικότητας του άξονα Υποθαλάμου – Υπόφυσης - Μεσόνεφρου μέσω της
δοκιμασίας με χορήγηση δεξαμεθαζόνης, η οποία χρησιμοποιείται ευρέως σε
θηλαστικά, τόσο για ερευνητικούς όσο και για διαγνωστικούς σκοπούς.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το λαβράκι εμφάνιζε υψηλότερα ενεργειακά
αποθέματα υδατανθράκων συγκριτικά με τον κρανιό, αλλά και μεγαλύτερη ικανότητα
μεταφοράς οξυγόνου στους ιστούς. Ακόμα, φάνηκε πως αξιοποιούσε σε μεγαλύτερο
βαθμό τον αναερόβιο μεταβολισμό. Επιπλέον, είχε πολύ υψηλότερη συγκέντρωση
κορτιζόλης, σε όλους τους χειρισμούς αλλά και σε όλες τις θερμοκρασίες σε σχέση με
τον κρανιό.
Μεταξύ των διαφορετικών θερμοκρασιών το πρότυπο της απόκρισης στην
καταπόνηση ήταν το ίδιο για κάποια από τα αιματολογικά και μεταβολικά
χαρακτηριστικά που μελετήθηκαν, ενώ διέφερε για κάποια άλλα. Τέλος, η δεξαμεθαζόνη προκάλεσε καταστολή των επιπέδων της κορτιζόλης
στο 25%-50% της αρχικής συγκέντρωσης, ανάλογα με τη δόση, 24 h μετά τη
χορήγησή της. Αντίθετα, 4 h μετά τη χορήγηση δεν κατάφερε να μειώσει τα πιθανώς
ήδη αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης. Επιπλέον, οδήγησε σε ελαφριά υπεργλυκαιμία,
αλλά και αλκάλωση του αίματος και μείωση του αιματοκρίτη.
|