Περίληψη |
Σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι η εκτίμηση της
μοριακής ανίχνευσης του ιού του ανθρώπινου θηλώματος (HPV) στην
καρκινογένεση της ουροδόχου κύστεως του ανθρώπου, με τη βοήθεια της
ποσοτικής αλυσιδωτής αντίδρασης με πολυμεράση σε πραγματικό χρόνο
(Real-Time qPCR), καθώς και η μελέτη της συγκεκριμένης μεθόδου ως προς
την αποτελεσματικότητά της, ώστε να μπορέσει μελλοντικά να χρησιμοποιηθεί
ως ασφαλές πρωτόκολλο ανίχνευσης του HPV στους καρκίνους της
ουροδόχου κύστεως. Επίσης μελετήθηκε η ανίχνευση των ερπητοϊών και των
Polyoma (ΒΚ και JC) ιών του ανθρώπου στους ίδιους ασθενείς με τη μέθοδο
της αλυσιδωτής αντίδρασης με πολυμεράση. Για τη διατριβή
χρησιμοποιήθηκαν δείγματα χειρουργικώς εξαιρεθέντων ιστοτεμαχίων
θηλωμάτων ουροδόχου κύστεως, από 30 ασθενείς, προερχόμενα από ιστό με
καρκινική βλάβη (30 τεμάχια) και από παρακείμενο της βλάβης υγιή ιστό (30
τεμάχια). Τα δείγματα αποστάληκαν από την Ουρολογική Κλινική του Γενικού
Νοσοκομείου «Ασκληπιείο Βούλας» Αττικής (Διευθυντής Καθ. Δ. Δελακάς).
Κάθε δείγμα είχε εξεταστεί παθολογοανατομικά για την επιβεβαίωση της
ιστολογίας του.
Από τα 30 δείγματα καρκινικού ιστού και τα 30 δείγματα παραπλήσιου
φυσιολογικού ιστού που μελετήθηκαν για την ανίχνευση του HPV,
χρησιμοποιώντας τρεις διαφορετικές μεθόδους ανίχνευσης γενετικού υλικού
του ιού με προοδευτικά αυξανόμενη ευαισθησία (PCR, nested PCR και Real
Time qPCR), δεν καταφέραμε να ανιχνεύσουμε την παρουσία DNA του ιού
του θηλώματος του ανθρώπου (HPV).
Διαφορετικά ήταν τα αποτελέσματα από την προσπάθεια ανίχνευσης
γενετικού υλικού από τα προαναφερόμενα δείγματα, για τους ερπητοϊούς και
τους Polyoma ιούς του ανθρώπου. Συγκεκριμένα με τη χρήση ειδικών
εκκινητών και χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της αλυσιδωτής αντίδρασης με
πολυμεράση (PCR), είχαμε τα εξής αποτελέσματα: για τους ερπητοϊούς HSV-
1, HSV-2, VZV και HHV-7, τόσο τα καρκινικά δείγματα, όσο και αυτά που
προέρχονταν από τον παραπλήσιο φυσιολογικό ιστό, ήταν αρνητικά για την
παρουσία γενετικού υλικού αυτών των ιών.
Σε 22 περιπτώσεις καρκινικών δειγμάτων και σε 23 περιπτώσεις
δειγμάτων από παρακείμενους φυσιολογικούς ιστούς, είχαμε θετικά
αποτελέσματα για CMV μόλυνση, ενώ σε 17 περιπτώσεις είχαμε ζεύγη
δειγμάτων που προέρχονταν από τον ίδιο ασθενή, θετικά για CMV μόλυνση.
Σε 15 περιπτώσεις καρκινικών δειγμάτων και σε 4 περιπτώσεις
δειγμάτων από παρακείμενους φυσιολογικούς ιστούς, είχαμε θετικά
αποτελέσματα για EBV μόλυνση, ενώ σε μία περίπτωση είχαμε ζεύγος
δείγματος που προερχόταν από τον ίδιο ασθενή, θετικό για EBV μόλυνση.
Σε 11 περιπτώσεις καρκινικών δειγμάτων και σε 11 περιπτώσεις
δειγμάτων από παρακείμενους φυσιολογικούς ιστούς, είχαμε θετικά
αποτελέσματα για ΗΗV-6 μόλυνση, ενώ σε τρεις περιπτώσεις είχαμε ζεύγη
δειγμάτων που προέρχονταν από τον ίδιο ασθενή, θετικά για ΗΗV-6 μόλυνση.
Σε μία περίπτωση καρκινικού δείγματος και σε δύο περιπτώσεις
δειγμάτων από παρακείμενους φυσιολογικούς ιστούς, είχαμε θετικά
αποτελέσματα για KSHV μόλυνση, ενώ σε καμία περίπτωση δεν είχαμε θετικό
ζεύγος δείγματος που προερχόταν από τον ίδιο ασθενή, για KSHV μόλυνση.
Τέλος, όσον αφορά τους Polyoma ιούς του ανθρώπου BKV και JCV, σε
τέσσερις περιπτώσεις καρκινικών δειγμάτων είχαμε θετικά αποτελέσματα για
HPyV μόλυνση. Δεν είχαμε όμως κανένα θετικό δείγμα προερχόμενο από
τους παρακείμενους φυσιολογικούς ιστούς. Επίσης σε καμία περίπτωση δεν
είχαμε ζεύγη δειγμάτων που προέρχονταν από τον ίδιο ασθενή, θετικά για
HPyV μόλυνση.
Εν τω μεταξύ η παρουσία DNA του ΕΒV, ήταν άφθονη σε δείγματα
όγκων συγκριτικά με το φυσιολογικό ιστό, αποτελώντας στατιστικά σημαντικό
εύρημα (p=0,0048). Ένα μικρό αλλά αξιοσημείωτο ποσοστό των δειγμάτων
που εξετάστηκαν (10%) περιείχε CMV και HHV-6 (6,7%), CMV και EBV
(3,3%) αλληλουχίες, αυξάνοντας έτσι την πιθανότητα της συνεργίας μεταξύ
αυτών των ιών στην καρκινογένεση της ουροδόχου κύστης.
|