Περίληψη |
Η παρούσα βιβλιογραφική ανασκόπηση με τίτλο “Η απήχηση της Ρεαλιστικής Μαθηματικής
Εκπαίδευσης (Realistic Mathematics Education - RME) στη διδακτική των Μαθηματικών. Μια
κριτική προσέγγιση.” απαντάει στα εξής ερευνητικά ερωτήματα: 1) Ποια είναι τα βασικά σημεία της
θεωρίας της RME για τη διδασκαλία και τα προγράμματα σπουδών των Μαθηματικών; και 2) Τι
προσφέρει η RME στη διδασκαλία των Μαθηματικών και στη μάθηση των μαθητών; Σχετικά με το
πρώτο ερευνητικό ερώτημα η θεωρία της RME καθορίζεται από τις ιδέες του Freudenthal,
σύμφωνα με τις οποίες η διδασκαλία των μαθηματικών βασίζεται σε προβλήματα πλαισίου (context
problems) τα οποία αφορούν την πραγματικότητα των μαθητών και απαιτούν κατά την επίλυση
τους μαθηματικοποίηση. Η μαθηματικοποίηση υποστηρίζει ότι η εκπαίδευση στα μαθηματικά
πρέπει να έχει ως σημείο αφετηρίας της τα μαθηματικά ως δραστηριότητα, και όχι τα μαθηματικά
ως έτοιμο σύστημα (Freudenthal, 1971, 1973b, 1991) . Η μαθηματικοποίηση διακρίνεται σε
οριζόντια και κατακόρυφη, σύμφωνα με τον Treffers (1987), όπου η οριζόντια αφορά τη μετατροπή
του ρεαλιστικού προβλήματος σε μαθηματικό μέσω του συμβολισμού ενώ η κατακόρυφη αφορά
την επέκταση της μαθηματικής κατάστασης του κάθε ατόμου (Freudenthal, 1991). Αφού
πραγματοποιηθεί η διαδικασία της μαθηματικοποίησης, βασική διαδικασία της RME είναι η
καθοδηγούμενη επανεφεύρεση από τους ίδιους τους μαθητές, δηλαδή οι μαθητές αντί να είναι
δέκτες έτοιμων μαθηματικών, θα πρέπει να συμμετέχουν ενεργά στην εκπαιδευτική διαδικασία,
αναπτύσσοντας μόνοι τους μαθηματικά εργαλεία και γνώσεις (Van den Heuvel-Panhuizen &
Drijvers, 2020). Επιπλέον, η RME τονίζει την ιδέα «μαθηματικά για όλους», σύμφωνα με την
οποία τα μαθηματικά που θα χρησιμοποιήσει η πλειοψηφία των μαθητών θα είναι για την επίλυση
προβλημάτων σε καταστάσεις της καθημερινής ζωής, αφού δεν προορίζεται να γίνουν όλοι
μαθηματικοί (Gravemeijer & Terwel, 2000). Όσον αφορά τη θεωρία στα προγράμματα σπουδών,
σύμφωνα με τον Freudenthal, δεν είναι ένα προκαθορισμένο σύνολο θεωριών, στόχων, μέσων,
περιεχομένων και μεθόδων και για την ανάπτυξη τους απαιτείται η συνεργασία των μαθητών με
τους εκπαιδευτικούς σε σχολικό περιβάλλον (Freudenthal, 1973a). Στην προσέγγιση της RME
προκύπτει σύμφωνα με τον Treffers (1993, σελ. 103) ότι “στα τέλη της δεκαετίας του 1980 η
ανάπτυξη των σχολικών βιβλίων, των αξιολογήσεων και των προγραμμάτων σπουδών είναι καλά
προσαρμοσμένη στα εθνικά τελικά πρότυπα και στο (άτυπο) εθνικό πρόγραμμα σπουδών (De Jong,
1986) στην Ολλανδία. Ενώ σε πολλές άλλες χώρες (Ernest, 1991) λείπει οποιοσδήποτε τέτοιος
συντονισμός με αποτέλεσμα τα σχολικά βιβλία, το εθνικό πρόγραμμα σπουδών και οι αξιολογήσεις
να στερούνται ρητά τις απόψεις των προοδευτικών εκπαιδευτικών”. Σχετικά με το δεύτερο
ερευνητικό ερώτημα φαίνεται ότι η διδακτική των Μαθηματικών μέσω RME προκαλεί πολλά οφέλη ως προς την κατανόηση τους από τους μαθητές. Οι δραστηριότητες των μαθητών στην RME
είναι ως επί το πλείστον διαδραστικές και έχουν σχεδιαστεί για να καλλιεργήσουν το ενδιαφέρον
των μαθητών για τη μελέτη των μαθηματικών (Fauzan, Slettenhaar & Plomp, 2002). Επιπλέον, η
RME μπορεί να αυξήσει τη λογική, την κριτική και τη δημιουργική σκέψη των μαθητών
(Ruseffendi, 1990; Saefudin, 2012; Sembiring, Hadi, & Dolk, 2008; Usdiyana, Purniati, Yulianti, &
Harningsih, 2013). Βοηθά στην κατασκευή της γνώσης των μαθητών σε κάθε στάδιο της
δημιουργικής σκέψης. Με βάση τη βιβλιογραφία, η διαδικασία δημιουργικής σκέψης είναι στην
πραγματικότητα πιο προσανατολισμένη και επικεντρωμένη στις γνωστικές και διανοητικές
λειτουργίες των ατόμων, ιδιαίτερα στη δημιουργική επίλυση προβλημάτων (Almeida, Prieto,
Ferrando, Oliveira, & Ferrandiz, 2008; Isaksen & Treffinger, 2004). Τέλος, οι υποθετικές
μαθησιακές τροχιές (learning trajectory) πιστεύεται ότι είναι μια μοναδική και ουσιαστική
συνεισφορά στο πεδίο καθώς περιλαμβάνει ταυτόχρονη εξέταση μαθηματικών στόχων, μοντέλων
σκέψης των παιδιών, μοντέλων σκέψης των δασκάλων και ερευνητών, αλληλουχίες διδακτικών
δραστηριοτήτων και την αλληλεπίδραση αυτών σε λεπτομερές επίπεδο (Clements & Sarama,
2004).
|